Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου
Απαντώ στη σιωπή σου μ’ ένα φως ήρεμο· όσο και να’ ναι
σαν τον Ατλαντικό οι στιγμές μου ταραγμένες
όσο κι αν η καρδιά στα βάθη μου χορεύει όπως μιά φλόγα
φωτιάς. Το αίμα μου καίγεται σαν ένα μακρύ δάσος
σε μιαν απέραντη πλαγιά.
Όσο κι αν ένας όμορφος
ήλιος βασίλεψε, σου γράφω. Αν όχι τίποτε άλλο,
σ’ ένα μικρό φύλλο χαρτιού σού γράφω και σού στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.
Έχεις το έλεος. Πάνω σου το βλέμμα του Θεού.
Έχεις την εύνοια των πρωινών του.
Μη με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην τους ειπείς πως μ’ εγκατέλειψεν
η ελπίδα.
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωσε τά φαράγγια
που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα, και τα άστρα
που είδα.
Πες τους από μένα, πες τους απ’ τα δάκρυά μου
ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
Κι αν σκίστηκε
το χώμα μου στα δύο, κι αν χάσκει η ύπαρξή μου
σαν ένας τοίχος ανοιγμένος κάτω απ’ την κοιλιά
μιας φορτωμένης καταιγίδας,
πες τους πως σου στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.
Κατά μήκος του ποταμιού
που κατεβαίνει στήν κοιλάδα,
δίπλα στις λεύκες που σου νανουρίζαν
τη λύπη, γράψε στό νερό
τ’ όνομά μου: Έλπίδα.
τ’ όνομά μου: Αγάπη
τ’ όνομά μου: Σιωπή.
Τάραξε πάλι το νερό.
Σβύσε τα ίχνη μου πάλι.
Πες τους πως είμαι ένας ελεύθερος άνεμος που γυρνά
μέσα στο μέλλον. Πως σε κάθε δέντρο έχω δεμένο
κι από ένα χρυσοσέλωτο άλογο. Πες τους πως,
εγώ κι ο ήλιος είμαστε πάντοτε σε πορεία.
Πως όταν κάθε Κυριακή ντύνομαι τις ελπίδες μου
γιομίζει καθώς περπατώ ο κόσμος.
Εσύ, έτσι πες τους.
Πως δεν σου’ γραψα τίποτα. Πως σου’ στειλα μονάχα
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.
“Τα θολά ποτάμια” Νικηφόρος Βρεττάκος, 1950