Το ζευγάρι στον ήλιο
Μια ηλικιωμένη περπατά στο δρόμο μέσα στη ζέστη και είναι ανηφόρα. Έχει τα μαλλιά σε ένα σφιχτό κότσο και την τσάντα σφηνωμένη στη μασχάλη. Φαίνεται το στιλ της γυναίκας που τα έχει όλα τακτοποιήσει. Το καταλαβαίνεις από την καλοσιδερωμένη πουκαμίσα που φορά, και τη φούστα που φτάνει κάτω από το γόνατο, έτσι ώστε να μην τραβήξει ούτε την καλή ούτε την κακή προσοχή. Το καταλαβαίνεις από το ψιλό και επιβλητικό ανάστημα, παρά τα στραβά της πόδια, που ξεπροβάλουν σαν βίτσες κάτω από τη φούστα, και τα συσσωρευμένα κιλά γύρω από τον κορμό, σημάδι ότι έχει αντέξει και θα αντέξει ακόμα πολλά, χωρίς να βγάζει άχνα, κι ας κάνει αραιά και που κάτι ξεσπάσματα που θυμίζουν την τρελή την αδελφή του πατέρα της που έπαιρνε τους δρόμους και τα βουνά σκανταλίζοντας άντρες και γυναίκες γιατί φορούσε μόνο το μεσοφόρι, αλλά όχι, αυτή δεν είναι έτσι.
Κρατάει λοιπόν, αυτή η ηλικιωμένη, στα χέρια της δυο τρεις σακούλες γεμάτες με τακτοποιημένα και καλά φροντισμένα πεσκέσια για να μοιράσει από ‘δω κι από ‘κει, και ενώ περπατά μέσα στη ζέστη και την ανηφόρα με το γρήγορο και σταθερό ρυθμό του ευθυτενή στρατιώτη σε παρέλαση, κάνοντας και ένα στερεοτυπικό κούνημα της λεκάνης επειδή πονάει ο γοφός από ένα πέσιμο και κάτι μικροεπεμβάσεις, που και που σταματά και ρίχνει ένα βλέμμα πίσω της.
Και τότε αναπόφευκτα θες να κοιτάξεις και να δεις τι είναι αυτό που έχει τη δύναμη να διακόψει αυτό της το ρυθμό. Αυτό που γυρίζει και κοιτά είναι ένας άντρας, περίπου πέντε βήματα πίσω της που την ακολουθεί και που όλα δείχνουν ότι είναι ο άντρας της. Αυτού του άντρα, λοιπόν, το ανάστημά είναι αρκετούς πόντους πιο χαμηλό από το δικό της και ο ρυθμός του πιο αργός. Αυτό δεν της αρέσει. Σε αντίθεση με την ίδια, αυτός δεν κρατάει τίποτα στα χέρια του αλλά τα έχει δεμένα πίσω στην πλάτη.
Μοιάζει χαρούμενος. Το χαμόγελό του θυμίζει την αψηφισιά και τον εγωκεντρισμό του παιδιού, που κάποιος έχει φροντίσει τα πάντα για χάρη του. Κι αυτός είναι καλοσιδερωμένος. Φοράει ένα μαύρο παντελόνι και ένα μαύρο πουκάμισο που δεν είναι ζωσμένο. Είναι και τα δυο ελαφρώς ξεθωριασμένα από τα χρόνια χρήσης. Τα λιγοστά μαλλιά του είναι καλοχτενισμένα μέσα στην αραίωση τους, θα έλεγες γυαλισμένα με μπριγιαντίνη, αν αυτά τα προϊόντα κυκλοφορούν ακόμα στις μέρες μας. Αυτός λοιπόν ο σύζυγος της ηλικιωμένης κυρίας αγναντεύει γύρω του, όπως θα κοιτούσε κάποιος παραθεριστής ή κάποιος που δεν έχει δεί ποτέ το τοπίο.
Αυτή τον κοιτά σα να θέλει να του πει, τελείωνε, ενώ αυτός παρατηρεί χαρούμενος πότε δεξιά και πότε αριστερά αλλά πάντα ψιλά, με τα χέρια δεμένα πίσω, γιατί όπως και να το κάνεις η ζωή είναι πολύ όμορφη και πρέπει να απολαμβάνεις εκείνες τις λιγοστές στιγμές που έχεις την υγειά σου και έχεις βγει μια βόλτα στον ήλιο. Κι έχει το ύφος του εκείνη την αρχέγονη αψηφισιά του άντρα, την οποία κληρονόμησε όταν οι άνθρωποι ζούσαν ακόμα σε σπηλιές, να μη δίνει καμία σημασία σε ό,τι κι αν γίνεται γύρω του, και να έχει στο νου του μόνο ότι έχει κατεβάσει το δικό του το κεφάλι, λες και έχει στα πόδια του μπροστά, ολόκληρες στρατιές να τον υπηρετούν. Σαν πως χάρη σε μια τέτοια αψηφισιά δε χτίστηκαν ολόκληροι πολιτισμοί; Σαν πως για το χατίρι της δεν γκρεμίστηκαν κιόλας; Να σημειωθεί ότι με αψηφισιά αντιμετωπίζει και τη γυναίκα του, που βαδίζει μπροστά του, και ας είναι ίσαμε 10 πόντους πιο ψιλή και 30 κιλά πιο βαριά, κι ας τον έχει γιατροπορεύσει όσες φορές τον έχουν πιάσει τα αναπνευστικά του, και ας στέκει από πάνω του να του φτιάχνει το μαξιλάρι της νύχτες που δεν του κολλάει ύπνος ή να του ξύσει την πλάτη αν έχει φαγούρα.
Όσο για τη γυναίκα, το δικό της ύφος είναι κι αυτό καταβολή από την εποχή που οι άνθρωποι μιλούσαν ακόμα με νοήματα. Αυτή θα τα φροντίσει όλα, όπως η γυναίκα μάνα, τροφός που αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα υπήρχε ούτε η ίδια η εστία. Θα τα φροντίσει τόσο καλά που στο τέλος θα θυμώσει κιόλας, αν ο φροντιζόμενος δεν δεχτεί με ευλάβεια όλες της τις φροντίδες που με τόσο κόπο και στέρηση έχει φροντίσει. Καμιά φορά τα βράδια, αυτή η ίδια ηλικιωμένη, φέρνει στο νου της εκείνη τη θεία της που έπαιρνε τους δρόμους με τα μεσοφόρια, και που δεν είχε παντρευτεί γιατί ήταν προπολλού ατιμασμένη, και αναρωτιέται αν εκείνη η θεία ένιωθε χαρούμενη μέσα στον ξεπεσμό της.
Ο ήλιος θα συνεχίσει να καίει λοιπόν και το ζευγάρι θα βαδίζει, διότι αναμφίβολα, ένα ζευγάρι που βαδίζει ενωμένο για χρόνια την ανηφόρα της ζωής, είναι μεγάλη ευλογία. Κάποια στιγμή η ηλικιωμένη γυναίκα θα σκεφτεί ότι μάλλον έχουν αργήσει, και θα γυρίσει να κοιτάξει αγριεμένη τον άντρα πίσω της για να του πει να κάνει γρήγορα. Θα την κοιτάξει και αυτός στιγμιαία μέσα στην ανεμελιά του. Εκείνη θα δει στο ύφος του κάπως να παραξενεύεται που αυτή τον κοιτάζει. Τελικά δε θα του πει τίποτα και θα συνεχίσει το δρόμο της μέσα στη ζέστη.
……………………………
Photo by Elio Santos on Unsplash