Το μόνο που μένει είναι η αγάπη
Η μυρωδιά της γης όταν οι γυναίκες ποτίζουν αργά τα απογεύματα του καλοκαιριού. Οι παρέες στις αυλές, στα μπαλκόνια, στα δρομάκια. Τα πανηγύρια των ναών. Τα θερινά σινεμά. Το γαλάζιο τ’ ουρανού και τα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας. Η μυρωδιά και η γεύση του καρπουζιού και του ούζου. Τα παιδιά που παίζουν κρυφτό. Οι έφηβοι που χαίρονται, τα ζευγάρια στις πρώτες τους διακοπές…
Ο ήχος των πεύκων, όταν ο αέρας τα διαπερνά. Η ησυχία. Η πορεία του ήλιου. Εδώ νιώθεις, το πρωινό, το καταμεσήμερο, το απόγευμα, το ηλιοβασίλεμα, το σούρουπο. Η πορεία του φεγγαριού και των άστρων. Τη δύση του φεγγαριού και την πρώτη δειλή νίκη του φωτός απέναντι στο σκοτάδι, πριν τον θρίαμβο της ανατολής.
Όλα εδώ στο νησί μοιάζουν τόσο φιλάνθρωπα!
Ένιωθε άνθρωπος ισορροπημένος. Με συναισθήματα, με γεύση, με οσμή, με αληθινή ματιά. Ένιωθε συναισθήματα καλοσύνης. Ένιωθε να την αφορά ο συνάνθρωπος. Να σπλαχνίζεται τους πονεμένους. Ν’ αναζητά τον Δημιουργό… Ελεύθερη! Από τη μανία να καταξιωθεί, να διακριθεί, να γίνεται αρεστή, ν’ αποκτήσει, ν’ ανταγωνιστεί. Εδώ, δεν έχει την ανάγκη ν’ αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Ούτε καν στον ίδιο της τον εαυτό. Ήρεμη.
Εδώ δε ζει μόνο την εποχή του καλοκαιριού. Εδώ βρήκε το καλοκαίρι μέσα στον χειμώνα της ψυχής της. Ζει μόνο τα ουσιαστικά και αναζητά μόνο τα αιώνια. Εδώ στη σιωπή εξετάζει τον εαυτό της προσεχτικά. Το αληθινό θέλημά της, τα λάθη της και τα χαρίσματά της. Εδώ μοιάζουν σαν κρυστάλλινο νερό οι αλήθειες της, ο έρωτάς της και οι αγάπες της.
Μ’ ένα απλό φουστάνι περπατά μέσα στη φύση. Ανοίγει το παράθυρό της και βλέπει τους καλοκαιρινούς καρπούς να μεγαλώνουν, τα πουλιά να υμνούν, τις ορτανσίες να ομορφαίνουν. Μελετά τα βιβλία της με καθάριο νου και αυτά την ταξιδεύουν στα πιο βαθιά της συναισθήματα. Εδώ κοινωνεί με τους συνανθρώπους της με απλότητα. Έχει πάρει τη σωστή απόσταση από τα πράγματα και τώρα κατανοεί πως στην πόλη της, ζει σαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, δουλεύει σαν σε καταναγκαστικό έργο και η θλίψη που ένιωθε και όλοι έβλεπαν στο πρόσωπό της, δεν ήταν τίποτε άλλο από έλλειψη αληθινής ζωής και χαράς.
Κολυμπά στο πορτοκαλί και στο γαλανό όταν ο ήλιος βασιλεύει στη θάλασσα και σαν άλλος δόκτωρ Ζιβάγκο μονολογεί: «Θεέ μου, τι καλό έκανα για να αξίζω τόση ομορφιά;».
Εδώ είναι ξεκάθαρο! Μόνο η αγάπη έχει αξία!
Εδώ βλέπει την γιαγιά της που πάσχει από άνοια να έχει την φωτογραφία του γάμου της στο κομοδίνο της κι όταν την κοιτά συχνά την ρωτά:
“Αααααααα ο Γιάννης μου, αυτή δίπλα ποιά είναι;”
Αναγνωρίζει στην φωτογραφία τον άντρα της και όχι τον εαυτό της. Μα αυτό δεν κάνει η αγάπη; Θυσιάζεις τον εαυτό σου για χάρη του άλλου!