Κι ας είναι Χριστούγεννα…
Είναι και τούτος ο καιρός περίεργος….
Μια με βροχή και μια με ήλιο, μια με ζέστη και μια με κρύο…
Ένας καιρός σ’ αναμονή, κι αναποφάσιστος πολύ.
Σαν έγκυο γυναίκα μοιάζει, που περιμένει, στις μέρες της· να γεννήσει επιτέλους θέλει. Να ξεφορτωθεί –μ’ αγάπη ναι, αλλά να ξεφορτωθεί τούτο το βάρος- που κουβαλάει μέσα της μήνες τώρα στη σειρά… πόσο πολύ το θέλει αυτό, να βρει ανακούφιση απ΄ το βάρος. Να ξεμπερδεύει.
Σαν την ιδέα, ετούτος ο καιρός, που δεν σχηματίζεται, αλλά στα άκρια του μυαλού αιωρείται, πιθανολογεί και δεν ολοκληρώνεται.
Ετούτος ο καιρός πάντα σε μια αναμονή.
Και το συναίσθημα και η ζωή μας, λες σ’ αναμονή κι αυτά.
Στο κατώφλι βρίσκονται τα φετινά Χριστούγεννα. Στωικά περίμεναν στη σειρά για να ’ρθουν… ,ότι έκαναν δηλαδή κι αυτά που πέρασαν κι όσα είναι για να ακολουθήσουν.
Και πονάει φίλε, πονάει πολύ αυτή η επανάληψη.
Όλα τα Χριστούγεννα σημαδεμένα είναι, από εκείνους που έφυγαν και λείπουν.
Χωρίς ελπίδα τα Χριστούγεννα. Μοναχική γιορτή. Βλέπεις πονάει φίλε, που δεν γυρνούν εκείνοι πίσω. Αδύνατο πολύ. «Πετάξει» έχουν… Αναμνήσεις μόνο που αφήνουν πίσω, σκιές.
Τα Χριστούγεννα, να τα περάσω -πείθω τον εαυτό μου- μ’ αυτούς, που ‘ναι εδώ ακόμα, κοντά και δίπλα… ας λείπουν άλλοι.
Θα προσπαθήσω.
Ξύπνησα πρωί. Άνοιξα πατζούρια. Ήλιος έξω.
Τα σφάλισα πάλι τα σκιάδια. Μουντό τον θέλω τον καιρό σαν και μένα, σαν τα Χριστούγεννα.
Όχι ήλιο σε τούτες τις χρονιάρες μέρες!
Οι γιορτές αυτές μας πονάνε μερικούς. Εμάς που δεν φοράμε κόκκινα, χρυσά και αργυρά. Εμάς, πού ‘χουμε τα ρούχα μας σ’ άλλα χρώματα.
Για όλους εμάς μιλώ τώρα.
Ξέρετε ποιοι είστε.
Οι περισσότεροι είμαστε. Σας βεβαιώ.
Απλά δε μιλούμε όλοιꞏ και αυτό σε αναμονή το αφήνουμε!
Για εμάς μιλώ· που τα βιώνουμε με έλλειψη: γι’ ανθρώπους που χάσαμε, γι’ αυτά που δεν καταφέραμε, για ό,τι δεν ικανοποιήσαμε και που μεγαλώσαμε!
Χριστούγεννα φαιά θέλουμε εμείς.
Και με την αίσθηση της αναμονής και του ανικανοποίητου.
Σα να περιμένεις στην στάση του λεωφορείου και κείνο να μην έρχεται ποτέ.
Δεν τό ’χασες, όχι! Απλά δεν ήλθε.
Ας μην έρχονται και τα Χριστούγεννα.
Θα περπατήσω, είπα, έξω θα βγω, να πολεμήσω την άσχημη διάθεση και την κατήφεια.
Το φόβο -λέει- στα μάτια πρέπει να κοιτάς.
Ντύθηκα λοιπόν -μάλλον αλλοπρόσαλλα- σαν τον καιρό κει έξω. Πήρα και τα εύκαιρα σκουπίδια να τα πετάξω Κυριακάτικο -και μαζί μ’ αυτά να αδειάσω κι όλα τ’ άσχημα.
Στο ασανσέρ συνάντησα τον διαχειριστή. Συνομήλικος. Σκουπίδια πολλά κουβάλαγε κι αυτός!
«Που θα πάς για Χριστούγεννα;», ρώτησε έτσι σκέτα κι απότομα, δίχως μια καλημέρα.
«Πουθενά…» είπα κι εγώ, εξίσου σκέτα κι απότομα, δίχως να σηκώνω αντίρρηση καμιά.
Αντρίκιες κουβέντες.
«Σωστά» απάντησε «όπου και να πας, Χριστούγεννα είναι!»
Βγήκαμε μαζί από την πολυκατοικία και μαζί πετάξαμε τα σκουπίδια μας στον κάδο.
Εκεί κάτω απ’ τον ήλιο, κι ας είναι Κυριακή.