Τα καλοκαίρια μας στο εξοχικό, λίγο πιο έξω από τον οικισμό, με ένα γείτονα απέναντι στα 100μ και λιγοστούς ακόμα, διάσπαρτους εδώ και εκεί. Γέμισε τώρα η γειτονιά στο εξοχικό. Δεν το κατοικούμε και εμείς εδώ και χρόνια. Μόνο τον μικρό του ελαιώνα περιποιούμαστε, “να τις προσέχετε τις ελιές, να βγάζετε το λάδι του σπιτιού”.
Δεν έχουμε ούτε το μικρό μποστάνι, που πάλευε να δώσει δύο κηπευτικά, με τόσο αλμυρό νερό που ποτιζόταν από τη γεώτρηση. Στα 500μ η θάλασσα βλέπεις, αλμύρα και το νερό του πηγαδιού. Λίγα άντεχαν. Μα έβγαινε ένα νερό κρύσταλλο από μέσα του. Τις ζεστές ημέρες ανυπομονούσα να ξεπλυθώ με αυτό μετά τη θάλασσα. Για όλες τις υπόλοιπες λιαζόταν ανάποδα κρεμασμένο κάτω από ένα δέντρο, ένα μαύρο πλαστικό ασκί. Το γεμίζαμε πριν τη θάλασσα το πρωί και ξεπλενόμασταν από τα αλάτια με αυτό. Ίσα που έτρεχε με χαμηλή ροή κι όμως καμία μας δεν πήγαινε στο ντους. Προτιμούσαμε εκεί έξω στην αυλή.
Μμμμ τί μυρίζει;
Εκεί μέσα στα νερά και τα αλάτια, έρχονταν μυρωδιές τηγανητής πατάτας, καγιανά με τα πομοντόρια από το μποστάνι και αυγά από τις κοτούλες δίπλα. Ε, ρε χαρά μόλις έσκαγε μύτη μια τόση δα μελιτζάνα, ντομάτα, αγγούρι ή κολοκύθι! Με τα πεπόνια και τα καρπούζια δε, ήταν γιορτή! Μέγεθος πορτοκαλιού, χωρούσαν στις μικρές μας παλάμες και δώστου τα ποτίζαμε να μεγαλώσουν, να φάμε καρπούζι και πεπόνι στη βεράντα τα βράδια.
Μμμμ έτοιμη και η κολοκυθόπιτα! Επιτέλους τα κολοκύθια μεγάλωσαν και μπορούν να μπουν στην πίτα. Μαζί με δυόσμο μπόλικο και λάδι από τις ελιές.

Η πίτα του φτωχού
Έτσι μας την έλεγαν, γιατί παλιά δεν είχαν πολλά υλικά, έφτιαχναν χυλό, έριχναν μέσα τα κολοκύθια και έτοιμη. Για μένα είναι η μοσχομυριστή πίτα των λιτών και απέριττων παιδικών καλοκαιριών μου στο εξοχικό. Τραγανή από πάνω και μέσα απαλή και βελούδινη με το χυλό, σε έπαιρνε η γλύκα από το κολοκύθι και η μυρωδιά του δυόσμου από την πρώτη μπουκιά!
Έτσι κυλούσαν οι μέρες μας να μυρίζουν πεύκο και χώμα και οι νύχτες γιασεμί και αγιόκλημα. Με ένα μόνιμο βουητό τζιτζικιών στο αυτί. Το κορμί μας το έψηνε η αλμύρα της θάλασσας και το έσβηνε το λάστιχο από το πηγάδι.
Τότε που δεν είχαμε ένα στρέμμα τηλεόραση, αλλά μια μικρή ασπρόμαυρη, που κουνούσαμε την στρογγυλή της κεραία να πιάσουμε τα πρωτοεμφανιζόμενα ιδιωτικά κανάλια και φωνάζαμε: “κάνε κάτι ρε μπαμπαααα, έχει χιονακιαααα!!!!”
Τότε που δεν υπήρχαν ηλεκτρονικά παιχνίδια και κονσόλες, αλλά ένα Tetris χειρός με περιορισμένο χρονικό διάστημα “κολλήματος” μέσα στην ημέρα, που προσπαθούσαμε να αυξήσουμε στα κλεφτά όταν ακούγαμε το πρώτο ροχαλητό των δικών μας στη μεσημεριανή ραστώνη!
Τότε που τα απογεύματα φεύγαμε τρέχοντας με το ποδήλατο την κατηφόρα και γυρνούσαμε αφού είχε νυχτώσει, με δάκρυα στα μάτια, σκονισμένα και γρατζουνισμένα γόνατα και αγκώνες, αναψοκοκκινισμένες από τον ενθουσιασμό που είχαμε γυρίσει όλη την περιοχή με το ποδήλατο! “Ξέρεις μέχρι που έφτασα;” “Αύριο πάλι!”
Τότε που τα βράδια η διασκέδαση μας ήταν οι ξάπλες στη μεγάλη κούνια στο μπαλκόνι προσπαθώντας να ακούσουμε ποιο τραγούδι παίζει η “Θέα” (η ντίσκο της εποχής) απέναντι στο λόφο, με την ίδια πάντα απορία: “Πότε επιτέλους θα πάμε εμείς στη Θέα ρε μπαμπά;” και με την ίδια πάντα απάντηση: “Όταν μεγαλώσετε”.
Τα καλοκαίρια μας μικρά και εμείς μεγαλώσαμε και η Θέα πια δεν υπάρχει. Έκλεισαν οι μεγάλοι προβολείς της και σταμάτησαν να μας κρατούν ώρα απασχολημένες κοιτάζοντας τους από μακριά.
Τότε που την πείνα μας μετά τα ολοήμερα μπάνια στη θάλασσα, την ηρεμούσε η παγωμένη ντοματοσαλάτα και η κολοκυθόπιτα χωρίς φύλλο στο σινί. Δεν την κόβαμε με το μαχαίρι, αλλά παίρναμε μια άκρη με το χέρι και όσο και όπου κοπεί!

Την αγαπώ αυτή την πιτούλα. Ίσως γιατί η νοστιμιά της κρύβεται στα λίγα υλικά της. Είναι σαν τα καλοκαίρια μας. Η ομορφιά τους ήταν και είναι στα λίγα. Στα αυθεντικά, στα ποιοτικά, στα με αγάπη φτιαγμένα.
Για το χυλό θα χρειαστεί:
500γρ αλεύρι δυνατό σταρένιο
2 ποτήρια νερό
1 φλιτζάνι τσαγιού λάδι
2 κ.γ. αλάτι
Επιπλέον:
8 κολοκυθάκια μέτρια
4 κλωνάρια δυόσμο
Τα ανακατεύουμε όλα μαζί σε λεκάνη και ρίχνουμε ψιλοκομμένα σε φέτες τα κολοκυθάκια και τον δυόσμο.
Μεταφέρουμε το μίγμα μας σε λαδωμένο ταψί, πασπαλισμένο τον πάτο του με σιμιγδάλι. Στρώνουμε το μίγμα και ρίχνουμε λίγο λάδι στην επιφάνεια της πίτας μας. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς σε αντιστάσεις για περίπου 50 λεπτά. Όταν είναι έτοιμη έχει ροδίσει από πάνω και έχει ξεκολλήσει από τα τοιχώματα του ταψιού.
Τα καλοκαίρια μας μικρά και εμείς βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε. Ευτυχώς έχουμε ακόμα το βουητό από τα τζιτζίκια, την αλμύρα από τη θάλασσα και το αναψοκοκκίνισμα από τον ενθουσιασμό για καθετί που κατακτιέται μέσα στην ημέρα. “Ξέρεις που έφτασα σήμερα;” Ας αξιωνόμαστε να λέμε… “Αύριο πάλι…!”