Κι όμως υπήρξαν. Υπήρξαν και τα 141,27 εκατομμύρια ανθρώπων που χάθηκαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Υπήρξαν κι όσοι χάθηκαν μετά από αυτούς από αρρώστιες των όπλων, της πείνας και της κακουχίας.
Κι όμως υπήρξαν. Υπήρξαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που χάθηκαν από ανόητες αποφάσεις, εγωισμό και ματαιοδοξία. Υπήρξαν όλοι. Μικροί μεγάλοι, μωρά και νέοι, όλοι πέρασαν για λίγο από αυτή τη γη και χάθηκαν, έσβησαν στα χρόνια του παραλογισμού. Και τώρα υπάρχουν άνθρωποι με ίδια μοίρα, ταμένοι λες να χάνονται στης μάχης τα πεδία, λες και τρόπος άλλος δεν υπάρχει, λες και μάνα δε θα μείνει πίσω να τα κλάψει, χαμένα πάνε για σκοπό κανένα, για εντολή που δεν μπορούν να παρακούσουν.
Κι όμως υπήρξαν. Οι καλοντυμένοι στις φωτογραφίες κύριοι και κυρίες, αυτοί και οι δικοί τους, τα σκυλιά και τα γατιά τους, τα καναρίνια και οι παπαγάλοι, όλοι πέρασαν από τον κόσμο αυτό και άφησαν για λίγο ένα σημάδι, με έργα ημερών και λόγων, μέχρι που χάθηκαν και αυτά. Και τα διψασμένα παιδιά στις φωτογραφίες κρατώντας μπουκάλια γεμάτα λασπόνερο. Και τα πεινασμένα παιδιά με τις πρησμένες κοιλιές. Όλοι υπήρξαν.
Όλοι έχουμε υπάρξει ταυτόχρονα.
Και λες, ναι, ξεκάθαρα πια φαίνεται πως η ζωή μας κύκλους κάνει και κύκλους φέρνει γύρω από το σύμπαν ή τα παράλληλα σύμπαντα, αυτά που ξέρουμε κι όσα δεν ξέρουμε, αυτά που βλέπουμε κι όσα δε βλέπουμε. Όλα επιστρέφουν, σαν τα πατήματά μας στους δρόμους και στα σοκάκια που περπατήσαμε, σαν το πέρασμά μας από στενά και αγορές που είδαμε στα ταξίδια μας, όλοι περάσαμε από εδώ και ίσως βρεθήκαμε κι αλλού που τώρα δεν πάει ο νους μας.
Κι όμως υπήρξαμε. Κουκίδα γίναμε στο χαρτί τυπωμένοι, έγχρωμες έμειναν οι στιγμές και τα χαμόγελα μέχρι να ξεθωριάσουν. Και είδαμε και αγγίξαμε, κοιτάξαμε τον άλλο στα μάτια, αφήσαμε λίγο άρωμα στο πέρασμά μας, νιώσαμε μια παρουσία δίπλα μας. Χέρια κρατήσαμε, αγγίξαμε μορφές, καφέ κεράσαμε και λίγο δροσερό νερό, βλέμματα ζωγραφίσαμε, κουβέντες ανταλλάξαμε.
Μα κι αν κοιτάξαμε δεν είδαμε, κι αν ακούσαμε δεν καταλάβαμε, κι αν διαβήκαμε δεν περπατήσαμε. Στην επιφάνεια έμειναν όλα λες και χρόνος θα υπήρχε, λες και μείς θα κάναμε κουμάντο καθορίζοντας το άπειρο, λες κι οι ώρες θα σταματούσαν όταν θα το ζητούσαμε.
Μα δεν μπορέσαμε. Κι ας υπήρξαμε όπως και τόσοι άλλοι.
Πόσα καλά προλάβαμε να κάνουμε; Πόση αγάπη αγνή να δώσουμε; Με πόση λαχτάρα αγκαλιάσαμε; Φίλο καρδιάς ποιον κάναμε κι αν κάναμε ποιος έμεινε να δώσει ένα χαμόγελο και κράτημα στο χέρι στα δύσκολα και στα εύκολα χαρά να μοιραστεί;
Κι όμως υπήρξαμε. Υπήρξαμε κάποτε όλοι. Υπάρχουμε ακόμα κάποιοι.
Θα μπορούσαμε και να έχουμε ΣΥΝυπάρξει.