ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ:

Ρόδα η ζωή…

Δεν τους είχα δει σε δράση. Δεν ήξερα καν...

Τα σύννεφα τ’ ουρανού μας…

Τα σύννεφα τ' ουρανού μας, πολυαγαπημένα, μοναδικά, διαφορετικά κάθε φορά. Λόγια και φωτογραφίες από στιγμές έκρηξης ομορφιάς!

Εγώ είμαι εσύ…

Εγώ είμαι εσύ, μού είπεςΚαι συ εγώΚι όταν μιλήσουν...

Ένας Θοδωρής σε κάθε παραλία…

Ο Θοδωρής της κάθε παραλίας!

Διακοπές! Θάλασσα γλυκιά λαδιά της ηρεμίας, άμμος ανοιχτόξανθη σαν τα μαλλιά γοργόνας, γαλήνια κι έρημη παρθένα παραλία, ολόλευκοι ελαφροφτέρουγοι γλάροι στον γαλάζιο ουρανό, ο μουρμούρης φλοίσβος τον κυμάτων να χαϊδολογά τα αυτιά και η αλισάχνη ένα γλυκόφιλο επάνω στο κορμί…

Ναι καλά, θα ’θελες!

Όσο και να την θέλουμε ετούτη την εικόνα, τη βγαλμένη από Άρλεκιν της δεκαετίας του ’80, απέχει παρασάγγας από την πεζή πραγματικότητα.

Από την παραλία έρχομαι και ιδρωμένος κάθομαι γρήγορα γρήγορα να σου τα γράψω, τώρα που τα έχω φρέσκα.

Πρωί πρωί σηκώθηκα, έχοντας βάλει το ξυπνητήρι για να είμαι σίγουρος, ο χουζούρης, κι αφού πήρα πρωϊνό και ετοιμάστηκα, μπήκα στο αυτοκίνητο για να φτάσω όσο νωρίτερα γινότανε στην παραλία!

Μην απορείς ο στόχος ένας ήταν: να προλάβω την καλή ξαπλώστρα! Αυτή που είναι μπροστά, εκεί που σκάει το κύμα. Την «ξαπλώστρα + ομπρέλα = 15,00 ευρώ, κύριος!», άντε και μ’ έναν καφέ κι ένα μπουκαλάκι δροσερό νερό (αν δεν τα έχεις φέρει από το σπίτι, που εγώ τα είχα φέρει), σου κάνει την ταρίφα εικοσάρικο· και μην τα κλαις, τυχερός είσαι! Σ’ άλλα νησιά σου λέει τα κατοστάρικα για την ξαπλώστρα πετάνε στον αγέρα σα τον γλάρο της παραπάνω παραγράφου.

Την ξαπλώστρα έτρεξα για να προλάβω. Την ξαπλώστρα και την λίγη ηρεμία, πριν προλάβουν δηλαδή να πλακώσουν όλοι στην παραλία, ξέρεις ποιοι! Όχι; Οι «συν γυναιξί και τέκνοις» ντε!

Γιατί χρυσέ μου αυτοί, «οι συν γυναιξί και τέκνοις» και η ηρεμία, μαζί χωριό δεν κάνουν!

Διότι βλέπεις εμείς τα παράξενα πενηντάχρονα γεροντοπαλίκαρα την εκτιμούμε πολύ την ηρεμία μας! Και την μπροστινή ξαπλώστρα, κείνη εκεί που σκάει πάνω της το κύμα και σκας και εσύ για το εικοσάρικο που έδωσες, αλλά τσιγκουνιές θα κάνουμε τώρα! Ε, κι αυτήν πολύ την εκτιμούμε.

Πολύτιμη αυτή η ηρεμία, για όλους και για να την βρεις ξεσπιτώθηκες από την πρωτεύουσα και έφθασες μέχρις ετούτο το έρμο το νησί, για να γίνεις βορά των κερδοσκόπων, αλλά άλλη κουβέντα κι αυτή που της ώρας δεν είναι κι ας μην χαλάμε πιότερο το σάλιο μας.

Έφθασα ο καλός σου, στην παραλία «Χαλκός» των Κυθήρων, 9:30 το πρωί.

Έφθασα και ήταν σχεδόν άδεια η οργανωμένη της πλευρά κι έτσι πρόκανα ο χαρούμενος και βρήκα την πολυπόθητη ξαπλώστρα μου αδειανή.

Άπλωσα αντιηλιακό 30+ προστασίας στο αγουροξυπνημένο μου κορμί, άπλωσα και την αγαπημένη «Dirty Laundry» μου πετσέτα στο παραλιακό ετούτο έπιπλο, κάτω από  την ομπρέλα με το σκιερό μαγκούτι και ξάπλωσα φορώντας τα σοβαρά γυαλιά πρεσβυωπίας μου, ανοίγοντας το νεοαποκτηθέν βιβλίο μου [Ο Καστανάνθρωπος του Soren Sveistrup, των εκδόσεων Διόπτρα, που να το πάρεις και να το διαβάσεις αν αγαπάς τα θρίλερ], είπα στον εαυτό μου «Γενηθήτω το θέλημα σου, οι διακοπές μου ξεκινούν» και… αποκοιμήθηκα!

Από τον ύπνο μου με έβγαλε μεγάλο βουητό κι ενοχλητικός αχός, που από ώρα με δυσανασχετούσαν τον κοιμισμένο!

Πετάχτηκα από την ξαπλώστρα πάνω και αντίκρυσα στη διπλανή ομπρέλα δύο τρισχαριτωμένες νεαρές, θηλυκές υπάρξεις να με κοιτούν και να χαζογελάνε μεταξύ τους, γιατί προφανώς κι όλη αυτήν την ώρα ροχάλιζα –αγαπημένη μου συνήθεια τ’ ομολογώ- αλλά και μια παραλία ολάκερη κατάμεστη από κόσμο!

Δεκάδες λιλιπούτειοι banιeristas -μετά των γονέων τους- είχαν κατακλείσει τα βότσαλα και τα ρηχά νερά απ’ άκρη σ’ άκρη, και αλάλαζαν χαρούμενα μέσα από πολύχρωμα σωσίβια, μπρατσάκια και γιλέκα θαλάσσης (ο προαναφερθείς σάλαγος που σας έλεγα, ε, από τα στοματάκια τους έβγαινε)!

Κοιτώντας το κινητό μου, συνειδητοποίησα ότι είχα κοιμηθεί δυο ώρες. Πιασμένος από την άβολη ξαπλώστρα κίνησα για το υγρό στοιχείο να κάνω βουτιά και να συνέλθω, προσπαθώντας να μην πατήσω κανένα νεαρό άτομο της προσφιλούς ομάδας των «Μαμά-κοίτα και Μπαμπά-δές».

Βούτηξα στα κρύα γάργαρα νερά και συνήλθα κι έτσι ως άλλος Ποσειδώνας, (ναι, καλά θα ‘θελα!) αναδύθηκα από τα γαλάζια νερά του Ιονίου!

Με την αρμόζουσα πάντα προσοχή, για να μην πατήσω και ξενυχιάσω κανένα από τα μικρά λουόμενα τέρατα, έφθασα στην μαγκουτένια μου ομπρέλα και ξάπλωσα αναζωογονημένος.

Άνοιξα τον πεσμένο στα βότσαλα «Καστανάνθρωπο» και είπα να συνεχίσω το διάβασμα!

Εις μάτην και αιτία για τούτο ο μικρός Θοδωρής!

Ο μικρός Θοδωρής που, όρκο σας παίρνω, υπάρχει πάντα σ’ όλες τις παραλίες ετούτης της διάστασης και απαρέγκλιτα κάθε καλοκαίρι!

Θοδωρή τον λένε, το άκουσα που τον φώναζε η μαμά του, προσπαθώντας να τον αποτρέψει στην προσπάθειά του να πνίξει την μικρότερή του αδελφή! Την Ελενίτσα!

Γιατί έτσι ούρλιαξε η μάνα του, σαν τον είδε να την έχει γραπωμένη με την απόχη (που προφανώς η νουνά του, του είχε πάρει δώρο καλοκαιρινό) από το κεφάλι και να της το σπρώχνει κάτω από το νερό!

«Θοδωρήήήήή…. άσε ήσυχη την Ελενίτσαααααα! Θα την πνίξεις βρεεεεεεε!!» ούρλιαξε εκ της παραλίας η τριανταπεντάρα νεοελληνίδα μάνα!

«Δεν την πνίγω! Είναι ψάρι! Και την έπιασα μέσα από την θάλασσα!» δικαιολογήθηκε φωνάζοντας επίσης ο Θοδωρής.

«Δεν είμαι ψάριιιιιιιι!» κατόρθωσε να πει η έρμη η Ελενίτσα, αφού έφτυσε πρώτα μπόλικο νερό και σάλια, έχοντας καταφέρει να βγάλει το κεφάλι έξω από το νερό κι έξω απ’ την απόχη!

«Ψάρι είσαι!» επέμεινε ο μεγάλος της αδελφός, προσπαθώντας να την πείσει για το δικό του προφανές!

«Όχι γοργόνα είμαι!» φώναζε διαμαρτυρόμενη η δύστυχη Ελενίτσα. «Μαμάάάάάά πες κι εσύύύύύ! Γοργόνα είμαι!!! Γοργόνα πριγκίπισσα! Και εσύ είσαι χοντρός!!»

Τώρα βέβαια είχε δίκιο η Ελενίτσα, της το αναγνωρίζω, μιας κι ο Θοδωρής ήταν ιδιαιτέρως τσουπωτός!

Σημασία πάντως δεν έδωσε η μάνα, αφού η κόρη της δεν κινδύνευε πια από πνιγμό κι έτσι βάλθηκε να καθαρίζει ένα ζουμερό γιαρμά για να ντερλικώσει ο βασιλέας άντρας της, που έπινε φραπέ και διάβαζε τάχα μου τάχα μου εφημερίδα, ενώ στην πραγματικότητα κόζαρε τις δυο τρισχαριτωμένες νεαρές υπάρξεις στη παραδιπλανή μου ομπρέλα –κείνες ντε που με έκαναν χάζι που ροχαλιζόμουν!

«Ψάρι είσαι!» δεν έπαιρνε αντιρρήσεις ο Θοδωρής κι έκανε να βουτήξει ξανά τη δόλια Ελενίτσα με την απόχη μέσα στην θάλασσα.

«Α ναι; και τι ψάρι τότες;; ε;;» απέκαμε η Ελενίτσα, που πρόλαβε και γλύτωσε τελευταία στιγμή το γράπωμα από την αδελφική και τρυφερή απόχη!

«Ροφός!! Είσαι ροφόόόόός!!» ούρλιαξε ο Θοδωρής!

Βουρ τα κλάματα η Ελενίτσα που από γοργόνα-πριγκίπισσα-Άριελ κατάντησε ροφός.

Απαρηγόρητο το πουλάκι μου!

Κοιτώντας την βέβαια τώρα κι εγώ καλύτερα, τα δίκια στο Θοδωρή θα έριχνα, γιατί ναι, είχε κάτι ροφίσιο στα γουρλωτά ματάκια της η Ελενίτσα, δώρο διόλου αταβιστικό, αλλά χαλάλι και χάρισμα από τον  πατέρα της, καθώς διέκρινα κοιτώντας τον περήφανο και τίγκα στα ζουμιά από γιαρμά γεννήτορα!

Με αυτά και με αυτά και με τις κουβέντες για ψάρι, του άνοιξε του τσουπωτού Θοδωρή η όρεξη· βλέποντας και τον πατέρα του να καταβροχθίζει τους γιαρμάδες έναν έναν αμάσητους, ε, παραπονέθηκε το παιδί!

«Θέλω κι εγώ γιαρμά!»

«Όχι!» απάντησε η μάνα του «αν φας γιαρμά δεν θα κάνεις μπάνιο! Δεν κολυμπάμε με στομάχι γεμάτο!»

(Μητρικό καθήκον η σωστή ορμήνια, προσκυνώ σε μάνα)

«Δεν κολυμπάω. Ψαρεύω ροφούς!» απάντησε στο χαβά του κι ανένδοτος για το θεάρεστο έργο του ο Θοδωρής.

«Όχι είπα!»

«Αν φάω έναν γιαρμά, πόση ώρα πρέπει να καθίσω έξω;»

«Μια ώρα τουλάχιστον!» έκοψε κάθε διάλογο η δόλια μάνα.

«Να φάω τότε μισό, να καθίσω μισή ώρα;»

Και κάπως έτσι συνεχίστηκαν ουρλιάζοντας επ’ αμφοτέροις οι διαπραγματεύσεις.

Σηκώθηκα από την αξίας δέκα πέντε ευρώ ξαπλώστρα μου. Έβαλα το ασορτί με την πετσέτα «Dirty Laundry» μου, μακό μπλουζί, σταυροκοπήθηκα το γεροντοπαλίκαρο, που ο Θεός δε μου έδωσε τόσα βάσανα και κίνησα για την επιστροφή.

Περνώντας δίπλα από τον Θοδωρή και την Ελενίτσα, στάθηκα από πάνω τους ο δίμετρος!

Τους κοίταξα σοβαρά κι αυστηρά!

«Αν πεινάς πολύ, να σφάξουμε να φας την αδελφή σου!» έκανα στον Θοδωρή, «Το ψάρι είναι ελαφρύ φαΐ! Το ψάρι φρέσκο τρώγεται!»

Παγώσανε τα χαϊβάνια.

Τα ουρλιαχτά τους σώπασαν.

Κάτι μου λέει, ότι η Ελενίτσα-γοργόνα-πριγκίπισσα-Άριελ-ροφός κατουρήθηκε πάνω της και μέσα στην θάλασσα.

Ο βασιλιάς πατέρας συνέχισε να τρώει γιαρμάδες και να ξερογλείφεται κοιτώντας τα νεαρά κοριτσόπουλα που ακκίζονταν πολύ ικανοποιημένες με αυτή την προσοχή, αλλά και όσες άλλες γοργόνες ή ροφούς είχε ετούτη η κατάμεστη παραλία!

Πρόσφατα

Έφη Φωτεινού, Οδός Σχεδίας

Σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, υπάρχει ένα αόρατο κόκκινο...

Μαγνητισμένοι από τα social…

Μαγνητισμένοι από τα social...Στις μέρες που δεν συμμετείχα στα...

Ηλίας Κεφάλας – Άνθη του φθινοπώρου

Ηλίας Κεφάλας - Άνθη του φθινοπώρουΜέσα στη νύχτα μου...

Βρεττάκος Νικηφόρος – Ο δρόμος και η αιωνιότητα

Βρεττάκος Νικηφόρος - Ο δρόμος και η αιωνιότηταΜετάξι και...

Social Media

Newsletter

Δημοφιλή

Ρόδα η ζωή…

Δεν τους είχα δει σε δράση. Δεν ήξερα καν...

Τα σύννεφα τ’ ουρανού μας…

Τα σύννεφα τ' ουρανού μας, πολυαγαπημένα, μοναδικά, διαφορετικά κάθε φορά. Λόγια και φωτογραφίες από στιγμές έκρηξης ομορφιάς!

Εγώ είμαι εσύ…

Εγώ είμαι εσύ, μού είπεςΚαι συ εγώΚι όταν μιλήσουν...

Γόρδιοι δεσμοί η ζωή μας…

Η πλειοψηφία έχει ένα γνήσιο ταλέντο, έχει αυτό που...

Η Αθηνά Χιώτη στο elpis calling…

Η Αθηνά Χιώτη στο elpis callingΔεν είναι μόνο τα...
Βασίλης Κασσάρας
Βασίλης Κασσάρας
Ο Βασίλης Κασσάρας γεννήθηκε το 1974. Μεγάλωσε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, ζει στην Αθήνα και ελπίζει κάποτε να μετακομίσει μόνιμα στο νησί των Κυθήρων, όπου περνά τα καλοκαίρια του, εξασκώντας τα δύο πράγματα που από παιδί αγαπούσε: να κάνει όνειρα πλάθοντας δικούς του κόσμους και να τους ενσαρκώνει με τη μεταφορά τους στο χαρτί. Ως συγγραφέας έχει εκδώσει τα βιβλία «Μοίρες» (εκδόσεις Πηγή) και «Μάμουσα, η φωνή της σιωπής» (εκδόσεις ΕΞΗ). Για ποιήματά του έχει λάβει τιμητική διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Σπούδασε δημοσιογραφία και σεναριογραφία. Αναζητά χρόνο, ώστε να φροντίσει περισσότερο το «παιδί μέσα του» και για να διαβάζει -ως φανατικός αναγνώστης- περισσότερα βιβλία…

Έφη Φωτεινού, Οδός Σχεδίας

Σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, υπάρχει ένα αόρατο κόκκινο νήμα που ξεκινά από την καρδιά, περνά στην άκρη του δακτύλου και συνεχίζει με την...

Μαγνητισμένοι από τα social…

Μαγνητισμένοι από τα social...Στις μέρες που δεν συμμετείχα στα social, σαν μαγνητισμένη κάποιες φορές, σίγουρα αφηρημένη άλλες και πιθανότατα ολίγον εθισμένη, παρακολουθούσα κάποια -κυρίως-...

Ηλίας Κεφάλας – Άνθη του φθινοπώρου

Ηλίας Κεφάλας - Άνθη του φθινοπώρουΜέσα στη νύχτα μου γλιστρούν σιωπέςΜαύρες βροχές με ταξιδεύουν στις μακρινές φαιόχρωμες πεδιάδεςΟι άνεμοι με οδηγούν στις ρίζες των...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Discover more from Elpis Calling

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading