Είμαι συνάνθρωπος εξ αποστάσεως…
Πώς πολεμάς το σκοτάδι; Με σκοτάδι ή με φως; Πώς ακυρώνεις την κακία; Με κακία ή με καλοσύνη; Πώς βελτιώνεις τις αντοχές; Παραδίνεσαι ή προσπαθείς περισσότερο;
Αφήνω το εγώ μου στην άκρη και έρχομαι στη θέση του άλλου. Του δίπλα, του άλλου ανθρώπου. Δεν υπάρχουν άνθρωποι με καταγωγή από εδώ και καταγωγή από αλλού. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι, συνάνθρωποι σε χαρά, σε πόνο, σε ανάγκη. Καμιά φυλή, ράτσα, χρώμα, θρησκεία δεν είναι ικανή να με σταματήσει ν’ αγαπώ τους άλλους ανθρώπους, ακόμα κι όταν η πραγματικότητα αποτελείται και από ομάδες ανθρώπων που μόνο καλοί δεν είναι και που σίγουρα το δικό μου καλό σε τίποτα δε θα τους αλλάξει. Δεν τους μπερδεύω με κακόβουλους άντρες που εκτελούν διαταγές, ούτε τους συνδέω με τις δολοφονίες αθώων ανθρώπων. Πάντα θα υπάρχουν κι αυτοί και οι άλλοι.
Αγαπώ, υποθέτω, μόνο τους καλούς, τους κακούς τους φοβάμαι. Ίσως γιατί βλέπω σ’ αυτούς την καλά κρυμμένη δική μου κακία. Κι όσο κι αν λέω ότι αγαπώ, τόσο περισσότερο κλείνω την πόρτα. Κι όσο κλαίω με τις εικόνες στα δελτία ειδήσεων, τόσο μού είναι αδύνατο να διανοηθώ ότι εγώ και οι άλλοι θα μπορούσαμε να συνυπάρχουμε.
Αγαπώ τους πονεμένους, τους ξεριζωμένους, τους πεινασμένους. Τους κατατρεγμένους και κατατρομαγμένους. Δηλαδή, τώρα πια τον περισσότερο κόσμο, καθώς η πλειοψηφία των λαών είναι κατατρομαγμένη και σε πανικό.
Τους αγαπώ από απόσταση. Τους αγαπώ αλλά δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Μια κάλτσα, μια πετσέτα και μια μπλούζα καθαρή μπορεί να είναι για λίγο ο κόσμος όλος για καθέναν από αυτούς, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι αρκετό.
Τους αγαπώ όλους εφόσον δε με αγγίζουν τα λερωμένα χέρια τους, τα κοκαλωμένα από την απλυσιά και το αλάτι ρούχα τους, τους αγαπώ εφόσον μείνουν μακριά από το παιδί μου. Τους αγαπώ για όσο θα περνούν οι εικόνες τους στα δελτία και θα τρέμω στην ιδέα μην τυχόν συμβεί και σε μένα αυτό, αλλά ως εκεί.
Τους συμπονώ όταν τους βλέπω να ζούν στα χώματα χωρίς νερό και προστασία, άρρωστοι να κάθονται σ’ ένα καροτσάκι χωρίς βοήθεια και φάρμακα, το βλέμμα μου στρέφει αλλού όταν εμφανίζονται μωρά παγωμένα κι αποσβολωμένα από πείνα και δείψα και κρύο, με μόνη θαλπωρή την αγκαλιά της μάνας τους κι αυτή παγωμένη και κοκαλωμένη μπροστά στο άγριο του ανθρώπου.
Είμαι συνάνθρωπος εξ αποστάσεως.
Τραγικά μόνος και απελπισμένος μπροστά στο κακό του κόσμου.
Η αγάπη έχει και μέτρο και όριο. Η αγάπη εκπίπτει στις μέρες μας. Δεν αντέχει τα δύσκολα. Βολεύεται και χουχουλιάζει στα εύκολα και ουαί αν την ενοχλήσεις με δυστυχία, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια! Η αγάπη σήμερα δεν ξεβολεύεται. Δεν τολμά. Δεν πιστεύει. Δεν ονειρεύεται. Δεν μπορεί όσα δεν κατανοεί.
Τα φοβισμένα παιδιά που δίπλα τους σκάνε βόμβες, τα πεινασμένα, τα βιασμένα, τα αδύναμα, που έχουν δει να κόβονται κεφάλια και να κυλάνε στα πόδια τους μπροστά, τα αγαπώ! Τα φοβισμένα αυτά παιδιά αγαπώ, μικρά και μεγάλα παιδιά που έχουν ακόμα τη σπίθα μιας πιθανής αισιοδοξίας στο κουρασμένο και κακοπαθημένο βλέμμα τους, το βρεγμένο και τρεμάμενο από το κρύο βλέμμα, τα αγαπώ εξ αποστάσεως. Σπαράζει η καρδιά μου, εξ αποστάσεως. Όσο αντέχω εγώ στη ζεστασιά του σπιτιού μου, αντέχω και να τα αγαπώ και να μιλώ γι’ αυτά χωρίς ντροπή.
Ζηλεύω πότε πότε αυτήν τους τη σπίθα στο βλέμμα, τη μικρή και μεγάλη ελπίδα που κρύβει η ψυχή τους να κυνηγήσουν το αύριο, να το τσακώσουν μπας και ζήσουν κάπως καλύτερα.
Τα τελευταία χρόνια ζω σε σοκ. Δεν μπορώ να καταλάβω τον κόσμο, δεν μπορώ να δεχτώ την κατάντια, που στα εφηβικά μου χρόνια νόμιζα ότι θα πάψει να υπάρχει. Το καθημερινό σοκ μεγεθύνεται, γιατί προστίθεται σε αυτό και κάτι ακόμα, κάποια άλλη μεγάλη παγκόσμια ταραχή, κάποια άλλα βλέμματα παιδικά με μαλλιά ξέπλεκα, άλουστα, μπερδεμένα από σκόνη και μυρωδιά καπνού, τσακισμένα από το αλάτι, εκεί ό,που πνίγηκαν, εκεί όπου σκοτώθηκαν από βόμβα, από όπλο ελεύθερου σκοπευτή.
Δε μου αρέσει ούτε η θάλασσα πια. Δε χαίρομαι όπως παλιά, νομίζω δε ζω πια όπως παλιά.
Υπάρχει λόγος που μας έχουν τοποθετήσει στο κουτί του φόβου; Στο δεν προγραμματίζω γιατί δεν ξέρω τί θα γίνει, δε μαζεύω χρήματα γιατί θα τα χάσω, δε βγαίνω από το σπίτι μου γιατί κάποιος θα εκραγεί δίπλα μου; Ποιός λόγος υπάρχει; Ποιό μεγάλο μυαλό μάς σπρώχνει σε αυτή τη διαδικασία; Σπαράζει το σύμπαν, οι άνθρωποι κρατιούνται από στιγμές, μόνο από μερικές στιγμές που μεγεθύνονται για να κρατηθεί ο ένας από τον άλλο λίγο ακόμα και λίγο περισσότερο κι άντε να φτάσουμε, να πατήσουμε γη, να μπούμε κάτω από μια στέγη, να κρυφτούμε.
Κάθε μέρα διαπιστώνω πως ο κόσμος έτσι είναι και κόσμος είμαι εγώ κι όσα με περιβάλλουν και σε όσα ταξιδεύει ο νους, όλα είναι κόσμος κι ο κόσμος αυτός είναι όλα. Και οι ιστορίες όλες του απλού ανθρώπου που δε φταίει σε τίποτα, που δεν έχει σκιά να σταθεί και μέρος να απλώσει το σώμα του να ηρεμίσει για δυο λεπτά παίζοντας με τα παιδιά του, γίνονται καμιά φορά ζωγραφιές παιδικές, που λένε την αλήθεια.
Ζούμε σε μια φαύλη εποχή που το εθνικό γίνεται εθνικιστικό και ουπς, ξαφνικά φασιστικό. Όλοι διεκδικούν, αναιρούν συμφωνίες, ζητούν τα των άλλων, φτιάχνουν νέους χάρτες, χτυπούν την μπότα και προτάσσουν το όπλο. Ξεπηδούν από το μαύρο παρελθόν πρακτικές και ιδέες που λες δεν μπορεί, σε όνειρο ζω κακό, εφιάλτη κι όμως, είναι αλήθεια, υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας και δεν το ξέρουν ούτε οι ίδιοι.
Υπάρχουν άνθρωποι που μόνο με τη βία επιβάλλουν τις αναχρονιστικές ιδέες τους, ιδέες τρέχα γύρευε, βρίζουν, απειλούν, δέρνουν και σκοτώνουν γιατί έτσι! Κι όμως, έχουμε δημοκρατία και κανείς δεν μπορεί να τους πειράξει. Κανείς δε δικαιούται να σταματήσει κανένα γιατί έχουμε δημοκρατία. Τίποτα δεν μπορεί να είναι ικανό να μας ενοχλήσει, γιατί η δημοκρατία θα το σώσει και θα το περιφέρει με ενθουσιασμό εδώ και κει διατρανώνοντας ότι υπάρχει ακόμα κι όσο υπάρχει αυτή, δε μας τρομάζει τίποτα.
Μεγάλωσα να βλέπω ανθρώπους με την ίδια γλώσσα να μην μπορούν να συνεννοηθούν, γιατί δεν υπάρχει αγάπη, πώς να αγγίξεις τον άλλο και να τον δεις καθαρά, να τον ακούσεις, να τον νοιαστείς χωρίς αγάπη;
Μεγάλωσα και βλέπω τα ίδια λάθη, τα ίδια πάθη να κυριεύουν και να κατευθύνουν τις ζωές μας, βλέπω τους λίγους να ζουν και τους υπόλοιπους να επιζούν, να ζουν μισή ζωή χωρίς χαρά, μόνο αγώνα για το καθημερινό της επιβίωσης.
Όλοι γνωρίζουμε μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Κι αυτό το χαλούν οι υποσημειώσεις, τα κενά και οι παραλείψεις. Ελπίζω, μόνο γιατί, τώρα μας απομένουν τρία πράγματα: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Πιο μεγάλη όμως από αυτά είναι η αγάπη. (Απ. Παύλος, Ο ύμνος της αγάπης)