Οι δανεικοί μου ήχοι…
Τις αποστάσεις από παιδί μετρούσα με τραγούδια, με διάρκεια τραγουδιών. Ήξερα πόσο διαρκεί το κάθε ένα και μοίραζα την απόσταση σε νούμερα, ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα. Περπατούσα με σκοπό, με ρυθμό και ο τρόπος που κοίταζα το κάθε τι με έκανε να μπορώ και να το βλέπω. Έστω και σκηνοθετημένο, έστω και καμουφλαρισμένο από ασχήμια και ατέλεια, το βλέμμα αυτό ήταν αγνό και καθαρό, έκρυβε αγάπη κι ας μην έλεγαν τα χείλη τίποτα.
Πάντα στα ενδιάμεσα διαστήματα ο χρόνος διάρκειας, ο μέγας χρόνος που φτάνει, δε φτάνει, θα προλάβω, δεν προλαβαίνω για τα πιο απλά έως τα πιο σημαντικά. Άλλοτε μικρός και λίγος, άλλοτε μεγάλος, μέγας, είναι πάντα εδώ να ορίζει την απόσταση, τη διάρκεια στον κόσμο αυτό, τη χρονική απόσταση ανάμεσα στο ξεκινώ και στο φτάνω, στην κατάληξη. Υπήρχε πάντα και όριζε, άλλοτε έδινε φτερά, άλλοτε περιόριζε σχέδια και πλάνα ζωής, εξόριζε τη χαρά σε χάρη του προκειμένου να γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει.
Ησύχασε μου έλεγαν γιατί όσα φέρνει ο χρόνος όλος δεν τα φέρνει μια στιγμή, άστο και θα έρθει μόνο του, όταν δεν το σκέφτεσαι γίνεται, όσο το κυνηγάς φεύγει, αν το αφήσεις θα εμφανιστεί λύση από μόνη της και άλλες αμπελοφιλοσοφίες. Αλλά ο ρυθμός του χρόνου αυτού μετρά στα δικά του πατήματα, έχει μέτρο, είναι σταθερός και δεν σταματά για κανένα λόγο το γύρισμα του δείκτη. Πάντα μαζί, πάντα συνοδοιπόρος σε χαρές και λύπες, σ’ αρρώστιες και καλοσύνες.
Αλλά τι είναι ο χρόνος; Τι είναι αυτό το τόσο πειθαρχημένο φάντασμα που ακολουθεί ρότα και δεν σταματά ποτέ;
Φανταστική μονάδα μέτρησης που σε προηγούμενα χρόνια είχε άλλη μορφή και διάσταση, που στον γαλαξία μας μετρά αλλιώς, στο πνεύμα φέρεται αλλιώς, στο σώμα διαφορετικά και από άνθρωπο σε άνθρωπο χαρίζει ή κλέβει. Οπότε τί είναι ο χρόνος πέρα από αριθμούς που ποτέ δε χώνεψα; Δεν σταματά να μουρμουρίζει συνεχώς, γιατί έφυγαν έτσι οι δεκαετίες χωρίς το αναμενόμενο. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα τοποθετημένο σωστά μέσα στις δεκαετίες. Τότε θα κάνω αυτό, μετά θα κάνω εκείνο και μέχρι τότε θα έχω ολοκληρώσει το άλλο.
Μουρμούρα η ζωή, ένα συνεχές βουητό από δεν πρόλαβες και δεν έκανες, μια τρελή εμμονική προτροπή να γίνουν περισσότερα, να ξεπεραστούν εμπόδια και να πάμε παρακάτω. Γιατί η ζωή είναι αγώνας, γιατί η ζωή θέλει θυσίες, γιατί τίποτα δε σου χαρίζεται, γιατί αν δεν τρέξεις πώς θα προκόψεις; Χωρίς υπομονή. Ο γάιδαρος έχει σφηνώσει καλά στο πηγάδι, δεν έχει αντοχή ούτε να γκαρίσει, αλλά αυτό απλά είναι ένα εμπόδιο που πρέπει να φύγει από τη μέση.
Κάποτε, ήξερα να μετρώ σωστά και κάθε βήμα ήταν αποτέλεσμα μαθηματικής πράξης. Όμως η προοπτική των δεκαετιών και η συνέχεια της πράξης και του αποτελέσματος εξακολουθούσε να ορίζεται χρονικά. Βραβείο ήταν πάντα ο κερδισμένος χρόνος. Αυτός που σε επιβραβεύει και σου δίνει γλειφιτζούρι μόνο αν έχεις ήδη ξεκινήσει τα επόμενα βήματα. Τον πρόλαβα ή με πρόλαβε; Η διαπίστωση ότι πάλι αυτός πρόλαβε κι εγώ απλά χαζεύω, χωρίς να έχω καταφέρει να σβήσω σχέδια από τη λίστα που είχα στο ωραίο χαρτί, που προκοπή δεν είδα, μού τσάκισε στην κυριολεξία το νευρικό σύστημα.
Κάποτε άφηνα με μεγάλη ευκολία τον καιρό να περάσει, έλεγα υπάρχει χρόνος, δε μας πήραν δα και τα χρόνια, αποφάσιζα γρήγορα, ταξίδευα χωρίς δεύτερη σκέψη, αγαπούσα, εμπιστευόμουν και δε φοβόμουν ανθρώπους, καταστάσεις, δρόμους σκοτεινούς, δύσκολα περάσματα, υπόγειες διαβάσεις και παράξενες ώρες. Άγνοια κινδύνου το λένε, εγώ πάλι ευλογημένη αθωότητα.
Χαιρόμουν περισσότερο ας ήταν για λίγο, μια φορά χαιρόμουν χωρίς τύψεις, γελούσα μέχρι σκασμού κι ας άκουγα τη φωνή της μάνας μου ότι στο τέλος θα κλάψω. Μη γελάς, κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα ξύλο, άσε μην το μελετάς κι άλλα πολλά έγιναν τεράστια πόρτα στον φόβο. Σε έναν φόβο χωρίς όνομα και πρόσωπο, σε κάτι απροσδιόριστο.
Μετά μάγκωσα. Αποστάσεις, δρομολόγια, κακοκαιρίες, ψέματα, μπαγκάζια, δερμάτινα σακίδια, ελάχιστα χρήματα, ένα μπουκαλάκι νερό, πετσέτα, ακουστικά και ήχοι μοιρασμένοι χάθηκαν. Τα ψάχνω μέχρι σήμερα. Θέλω να τους πω ότι δεν τα ξέχασα, ότι τίποτα δεν άλλαξε, αλλά μάλλον θα καταλάβουν ότι λέω ψέματα, ή μάλλον όχι ψέματα, ότι τα λέω με μισή καρδιά, με παγωμένη καρδιά γιατί το μελέτησα το καλό και δε θα μου βγει μάλλον!
Ο χρόνος επιδιώκεται, δε χαρίζεται. Ο χρόνος μιλά με τον αέρα, αλλά άντε τώρα εσύ να ησυχάσεις το μέσα σου και να ακούσεις. Τί σημαίνει διάρκεια ρωτάς… Στιγμές λένε είναι όλα. Ποιός όμως ορίζει τις στιγμές; Μας όρισαν τη μέρα να’ χει εικοσιτέσσερις, ώρες χρωματιστές και πλουμιστές, ώρες μαύρες κατά περίσταση, ώρες που δεν επιστρέφουν άπαξ και περάσουν, ώρες που χρεώνουν με τόκο.
Εντάξει. Χώρος και χρόνος ένα σκηνικό, τόσο άπιαστο όσο και υπαρκτό, αναγκαία διάρκεια κι εξαγορά των κλοπιμαίων έναντι υπέρογκης αμοιβής, της διάρκειας του χωροχρόνου στα εντός κι εκτός ψυχής, στα όσα πρέπει να γίνουν τώρα, αυτήν εδώ τη στιγμή για να τελειώνουν οι υποχρεώσεις και σ’ όσα πρέπει να έχουν διάρκεια, για να μην κλείσει ποτέ το κεφάλαιο της ψυχής, που ψάχνει να μη φεύγει ο χρόνος ζώντας στη μοναξιά, στο αβέβαιο, στο μάταιο.
Ψαρεύουμε στα ρηχά τα όνειρα μιας ζωής απρόβλεπτης και κρατάμε ενθύμιο μια φράση, μια λέξη μόνο, ίσως μια γκριμάτσα κι ένα χαμόγελο. Ποιοι είναι οι τυχεροί, να σηκώσουν το χέρι! Αποστάσεις του 2:48 ή ακόμα καλύτερα του 4:37… περπατάς και ξεχνάς τον προορισμό. Με τα χρόνια κουφάθηκα ελαφρώς, φταίνε λέει τ’ ακουστικά εγώ δεν το πιστεύω, προέκυψε και το σύνδρομο το Μενιέρ, το εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι, της ναυτίας και των μποφόρ πάνω στα τσιμέντα, αλλά χαλάλι του!
Δεν ξέχασα καμιά μου αγάπη.
Μόνο τις άφησα στην άκρη, μέχρι να έρθει η ώρα, που θα έχουν πάρει ακριβώς το σχήμα της καρδιάς μου, για να είναι πιο εύκολο να συνυπάρξουμε, όταν πια οι αιχμηρές γωνίες μας θα έχουν λειανθεί και χωρίς εγωισμούς θα μπορούμε ν’ αρχίσουμε ξανά, όπως ο μήνας που μετράει από την αρχή, κάθε φορά από την αρχή… πρώτη Δεκέμβρη, δύο Δεκέμβρη, τρεις Δεκέμβρη….
Καλό μήνα συνάνθρωποι! Ο χρόνος δε σταματά, η ζωή δεν τελειώνει με το χρόνο.
Photo by pawel szvmanski on Unsplash