ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ:

Η Φουρνή μου, το χωριό μου…

Η Φουρνή μου, το χωριό μουΧρειάζονται πολλές ώρες και...

Τα ουράνια τόξα μας, σκέτη οφθαλμαπάτη…

Τα ουράνια τόξα μας, σκέτη οφθαλμαπάτηΤο πιο όμορφο θέαμα...

Θέλω τα απλά, τα όμορφα…

Δεν θέλω κόκκινους ουρανούς.Θέλω να είναι γαλανοί, λευκοί, έστω...

Η ξυπολυσιά

Καλοκαίρι άρχισε να μυρίζει δειλά, στη σημερινή γλυκιά ζέστη. Το καταλαβαίνεις κι απ’ το φως του ήλιου, που χρυσίζει πιότερο από κείνο το ψυχρό κι αργυρό που έχει ο χειμώνας. Έτσι αλλάζει το φως σ’ αυτήν τη χώρα, έτσι αλλάζει και η διάθεση στους ανθρώπους.

Σ’ όλους αρέσει το καλοκαίρι, περισσότερο ή λιγότερο στον καθέναν.

Σ’ όλους αρέσει το καλοκαίρι για πολλούς ή και για λίγους λόγους.

Κι αν ρωτήσεις θα σου πουν για την θάλασσα, για τη ζέστη, για το βουνό, για τον περίπατο, για τα κοντομάνικα, για το γλυκό καρπούζι στα ράθυμα μεσημέρια και το δροσερό παγωτό στα γλυκά τους κοραλλένια δειλινά…

Σε μένα όμως, το καλοκαίρι αρέσει για άλλο λόγο. Πιο σπουδαίο αν με ρωτήσεις και μη γελάσεις. Από μικρός είχα συνδυάσει αυτήν την εποχή, μ’ αυτό που περισσότερο με ευχαριστούσε: με την απόλυτη ελευθερία της ξυπολυσιάς! Το καλοκαίρι ερχόταν και μαζί του έφερνε – κι ακόμα φέρνει – την θρασύτατη ελευθερία της ξυπολυσιάς, που με ξιπασιά πολλές φορές περιέφερα στα παιδικά μου πόδια! Απόρησες και ίσως γέλασες λιγάκι, το ξέρω.

Από μικρό παιδί, δε μ’ άρεσε η ‘πόδεση· δεν μ’ άρεσαν τα παπούτσια, ούτε οι κάλτσες τους. Ήθελα πάντα η πατούσα μου ν’ ακουμπά γυμνή στο χώμα και στα τσιμέντα. Με τις πρώτες γλυκές ζέστες, πέταγα τελείως παπούτσια και κάλτσες στο ντουλάπι, για σαγιονάρα ούτε λόγος. Χαρούμενος περπάταγα στα τσιμέντα της αυλής κι άκουγα με απόλυτη ευχαρίστηση –ηδονή σχεδόν- αυτό το χαρούμενο και υπόκωφα γεμάτο “πλαφ – πλαφ” που έκαναν οι παιδικές πατούσες κάθε που ακούμπαγαν τη γη!

Μ’ άρεσε! Να νοιώθω σκληρό και έντονο το δάπεδο στη φτέρνα, κει στο βάδισμα μου πάνω· να το νοιώθω δροσερό κι ανάγλυφο. Το ένοιωθα να με αντιμάχεται με τραχύτητα αλλά και να με καλοδέχεται με την δροσιά του και το ευχαριστούσα γι’ αυτό. Κι όμως, έπρεπε να παλέψω ένα ολάκερο χειμώνα: αφ’ ενός σε υπομονή μέχρι νά ‘ρθει ξανά το καλοκαίρι κι αφ’ ετέρου που σα καλοκαίριαζε, είχαν γίνει οι πατούσες μου άσπρες και μαλακές σα κρέμα, ευάλωτες κι ευαίσθητες. Κι εγώ έπρεπε να τις σκληρύνω πάλι!

Με την πρώτη ζέστη πέταγα στην άκρη –κι ακόμα το κάνω!- παπούτσια και κάλτσες και γυμνοπάτουσος περιφερόμουν σε σπίτι, αυλή και χωμάτινους της γειτονιάς μου δρόμους. Κι έπιαναν τελικά τα κόπια μου τόπο. Σκλήραιναν οι παιδικές μου πατούσες και φτέρνες. Κοκάλωναν από την τριβή τους με το χώμα και μαύριζαν -φορές πλήγιαζαν, αλλά δε με ένοιαζε, το ζητούμενο ήταν άλλο: να αισθάνομαι τη γη, το τσιμέντο και το χώμα. Το ζητούμενο ήταν αυτός ο διάλογος της αφής με το γήινο στοιχείο.

Ας μαύριζαν και σκλήραιναν τα πόδια μου από κάτω, πάντα ήξερα ότι η μάνα μου θα με ευπρεπίσει με την ελαφρόπετρα κει στο μεσημεριανό μου ποδόλουτρο, πριν το μεσημεριανό μου ύπνο στα δροσερά σεντόνια.

“Κατσιβελάκι έγινες και βρωμοποδαράς!” μου έλεγε περήφανη εκείνη –της ξυπολυσιάς και η μάνα, με καταλάβαινε! “Έλα να γίνεις άνθρωπος, ένας ωραίος κύριος!” τόνιζε κι έτριβε τα πόδια μου μες τη λεκάνη με το πράσινο σαπούνι, να μαλακώσουν· και σαν έβρισκε αφαιρούσε ακίδες και σκλήθρες, με τη βελόνα που έραβε τα ξεχαρβαλωμένα μου κουμπιά.

Ξυπόλυτος –απόδετος όπως μου το έλεγαν οι δικοί μου, πέρασα όλα μου τα παιδικά μου καλοκαίρια και μου έδινε δύναμη αυτό. Σαν τον Ανταίο, ένοιωθα. Ένας μικρός, αλλά δυνατός και λεύτερος. Χωρίς όρους και περιορισμούς. Με πατούσες γυμνές και βρώμικες, ειλικρινείς και τόσο, μα τόσο χορτασμένες από τρέξιμο, ακίδες και παλιούρια, όνειρα κι ανεμελιά! Έτρεχα ξυπόλυτος στα χώματα και πίστεψέ με, ήταν σα να πέταγα σε βαμβακένιους ουρανούς!

Πρώτη μέρα καλοκαιριού σήμερα, που κάνει ζέστη! Ξυπολυσιάς ημέρα στο σπίτι μέσα και μέχρι τη βεράντα έξω! Σ’ αυτά μονάχα, κι ας έχει την ζέστη κι έξω, στους δρόμους της Αθήνας. Μεγαλώσαμε βλέπεις φίλε και γίναμε μαλθακοί, σιχασιάρηδες… κι ευπρεπισμένοι πάντα. Σπάνια γειωνόμαστε και σπάνια πετάμε πια τα έρμα τα παπούτσια μας στην άκρη, για να φορέσουμε τη γύμνια, κείνη που σα παιδιά μας κουβάλαγε σε χειμέριες μαλακές πατούσες, που με δίψα περίμεναν το καλοκαίρι για να μαυρίσουν και να λερωθούν, να αγγίξουν αθώα τη μάνα γη… και να πετάξουν τρέχοντας σε βαμβακένια σύννεφα!

Σταματήσαμε να “πετάμε” στην άκρη τα παπούτσια πια, κι έτσι σταματήσαμε να “πετάμε” και οι ίδιοι.

Photo by Lucas Sankey on Unsplash

Πρόσφατα

“Αληθινή Ιστορία” του Λουκιανού σε διασκευή Κατερίνας Δημόκα

"Αληθινή Ιστορία" του Λουκιανού σε διασκευή Κατερίνας ΔημόκαΑς μην...

Η Jerolyn -Elizabeth- Morrison στο elpis calling…

Η Jerolyn -Elizabeth- Morrison στο elpis calling...Είναι αρκετά χρόνια...

Ήρθαν πάλι αυτές οι παράξενες μέρες…

Ήρθαν πάλι αυτές οι παράξενες μέρες...Ήρθαν πάλι αυτές οι...

Μια μυρωδάτη μουσταλευριά, όνειρο!

Μια μυρωδάτη μουσταλευριά, όνειρο!Όταν θα πάω κυρά μου στο...

Social Media

Newsletter

Δημοφιλή

Η Φουρνή μου, το χωριό μου…

Η Φουρνή μου, το χωριό μουΧρειάζονται πολλές ώρες και...

Τα ουράνια τόξα μας, σκέτη οφθαλμαπάτη…

Τα ουράνια τόξα μας, σκέτη οφθαλμαπάτηΤο πιο όμορφο θέαμα...

Θέλω τα απλά, τα όμορφα…

Δεν θέλω κόκκινους ουρανούς.Θέλω να είναι γαλανοί, λευκοί, έστω...

Το πέταγμα μιας σκέψης…

Κι όλο φεύγω και πετώΊπταμαι σαν χαρταετός που τον κινεί ο...

Να μην περνούν απαρατήρητες οι χαρές…

Λίγη περισσότερη χαρά στη ζωή να προσθέσουμε για το μικρό, το φαινομενικά μικρό που όμως έχει δύναμη τεράστια, για ένα λουλούδι, για μια αγκαλιά αληθινή και όχι διαδικτυακή, για μια κουβέντα με φίλο, για μια βόλτα λίγων λεπτών στο διάλλειμα της μέρας.
Βασίλης Κασσάρας
Βασίλης Κασσάρας
Ο Βασίλης Κασσάρας γεννήθηκε το 1974. Μεγάλωσε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, ζει στην Αθήνα και ελπίζει κάποτε να μετακομίσει μόνιμα στο νησί των Κυθήρων, όπου περνά τα καλοκαίρια του, εξασκώντας τα δύο πράγματα που από παιδί αγαπούσε: να κάνει όνειρα πλάθοντας δικούς του κόσμους και να τους ενσαρκώνει με τη μεταφορά τους στο χαρτί. Ως συγγραφέας έχει εκδώσει τα βιβλία «Μοίρες» (εκδόσεις Πηγή) και «Μάμουσα, η φωνή της σιωπής» (εκδόσεις ΕΞΗ). Για ποιήματά του έχει λάβει τιμητική διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Σπούδασε δημοσιογραφία και σεναριογραφία. Αναζητά χρόνο, ώστε να φροντίσει περισσότερο το «παιδί μέσα του» και για να διαβάζει -ως φανατικός αναγνώστης- περισσότερα βιβλία…

“Αληθινή Ιστορία” του Λουκιανού σε διασκευή Κατερίνας Δημόκα

"Αληθινή Ιστορία" του Λουκιανού σε διασκευή Κατερίνας ΔημόκαΑς μην ξεχνάμε πως και τα παιδιά διαβάζουν!Η «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού, διασκευασμένη από την εξαίρετη συγγραφέα...

Η Jerolyn -Elizabeth- Morrison στο elpis calling…

Η Jerolyn -Elizabeth- Morrison στο elpis calling...Είναι αρκετά χρόνια που παρακολουθώ την καλεσμένη μας να εργάζεται στην Κρήτη, να κάνει μαθήματα και να δημιουργεί...

Ήρθαν πάλι αυτές οι παράξενες μέρες…

Ήρθαν πάλι αυτές οι παράξενες μέρες...Ήρθαν πάλι αυτές οι παράξενες μέρες, αυτός ο παράξενος Σεπτέμβρης που άλλοι ξεκινούν σχέδια και πλάνα, άλλοι κλείνουν κύκλους...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ