ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ:

Ρόδα η ζωή…

Δεν τους είχα δει σε δράση. Δεν ήξερα καν...

Τα σύννεφα τ’ ουρανού μας…

Τα σύννεφα τ' ουρανού μας, πολυαγαπημένα, μοναδικά, διαφορετικά κάθε φορά. Λόγια και φωτογραφίες από στιγμές έκρηξης ομορφιάς!

Εγώ είμαι εσύ…

Εγώ είμαι εσύ, μού είπεςΚαι συ εγώΚι όταν μιλήσουν...

Η τριανταφυλλιά μας η εκατοντάφυλλη, π. Μιχαήλ Πατεράκης

Η τριανταφυλλιά μας η εκατοντάφυλλη άπλωνε τα κλαδιά της ως απάνω στα κεραμίδια του μικρού μας σπιτιού, γύριζε προς το μέρος του βορρά, άφηνε κι εκεί παρακλάδια γεμάτη μικρά μπουκέτα από άσπρα και ροζ τριαντάφυλλα. Κατέβαινε ύστερα από τη μεριά του νότου προς το μικρό παράθυρο με τη σιδεριά σκεπάζοντάς το σχεδόν. Χιλιάδες τα λουλούδια κι από τη μυρωδιά τους ευώδιαζε θαρρώ όλο το χωριό. Αυτή η αίστηση μου’ χει απομείνει ως τα τώρα.

Χιλιάδες τα λουλούδια. Τριαντάφυλλα μικρά και μεγάλα κι ο κάθε μίσχος και μια ανθοδέσμη. Ήταν να το χαιρόσουν τούτο το θαύμα. Πως κράτησε τόσα χρόνια! Είκοσι, τριάντα χρονώ να ήταν; Ο γέρικος πια κορμός της πρόδινε την ηλικία της. Από κάτω χαμηλά στο έδαφος ως απάνω ψηλά, δυο μέτρα περίπου είχε κουφαλιάσει έχοντας χωριστεί στα δυο, ύστερα πάλι ενώνονταν σε μια ρίζα με πολλά πλοκάμια συνεχίζοντας έτσι το δρόμο της γύρω και πάνω από το μικρό σπίτι. Το κρατούσε σαν στοιχειό προφυλάσσοντάς το από τα σφυροκοπήματα της βροχής, περήφανη για το μεγάλο τούτο της κατόρθωμα.

Πίσω από τον τοίχο έβρισκαν καταφύγιο διάφορα έντομα μικρά και μεγάλα, σαμιαμίθια και ρογαλίδες τις καυτές μέρες του καλοκαιριού, αποζητώντας τη σκιά και τη δροσιά της. Πάνω από το περβάζι του παραθυριού ένα ζευγάρι ξετρελαμένα σπουργίτια προτίμησαν ν’ ανοίξουν εκεί το σπιτικό τους. Τα παρατηρούσαμε τις πρώτες μέρες της άνοιξης σαν πήγαινε να γλυκάνει ο καιρός, που κουβαλούσαν ένα ένα από τα διπλανά χωράφια τα χόρτα, κι ύστερα σαν παλιοί μαστόροι τα ταχτοποιούσαν σε μια διχάλα της τριανταφυλλιάς, έχοντας γύρω τα μπουμπούκια από τα λουλούδια της. Σκεφτόμασταν πολλές φορές αν τα μικρά αυτά πουλιά που ήρθαν να κονέψουν στο σπιτικό μας ήταν τόσο ρομαντικά κι ευαίσθητα. Ούτε και μπόρεσα να καταλάβω αυτή τη ταχτική τους.

Περνούσαν όμως τα χρόνια και οι καιροί άλλαζαν τα σκηνικά στη φύση γύρω, όμως εκείνη ήταν μακριά από όλα. Τίποτα δεν μπορούσε να την αγγίξει, μα ούτε και η φθορά που σε πείσμα ενάντια στο χρόνο είχε κρεμάσει χιλιάδες τα λουλούδια από τις αμασκάλες της. Λιγομίλητη και χαμηλοβλεπούσα. Ολόκληρη ένα μπουμπούκι, ένα όνειρο ψεύτικο μαζί κι αληθινό. Κάθε φορά που φυσούσαν οι αέρηδες από τα δυτικά φέρνοντας τη δροσιά τους, τα πέταλα έπεφταν κάτω, σκεπάζοντας γύρω το σπίτι που φαίνονταν χιονισμένο κι ήσαν το’ να πάνω στ’ άλλο, τακτοποιημένα έτσι, που λες και κάποιο θεόρατο χέρι τα έφτιαξε τόσο όμορφα, αλλού άσπρα κάτασπρα κι αλλού ανακατεμένα με το ροζ χρώμα της ευτυχίας. Και μοσκομύριζε η γειτονιά και τα σπίτια και η χαρά εγέμιζε τις κουρασμένες καρδιές των ανθρώπω.

Photo by VD Photography on Unsplash

Όλοι του κόσμου οι περαστικοί ξωμάχοι και τσαμπάζηδες, βοσκοί και γυρολόγοι καβάλα στα γαϊδούρια τους, έπρεπε να σταθούν από κάτω να κόψουν ένα λουλούδι βάζοντάς το στ’ αυτί τους, κι άλλο ένα που θα καρφίτσωναν στο στήθος. Ύστερα τη χάιδευαν απαλά με τα ροζασμένα χέρια τους συνεχίζοντας το δρόμο της επιστροφής τους, έχοντας κάτι σαν ανάμνηση από την ομορφιά της. Και κείνη λες και καταλάβαινε, ένοιωθε ευτυχισμένη σαν την κοπελιά που την αγαπούνε όλοι και μοιράζει κάτι σαν δώρο αναμνηστικό. Τα λουλούδια της πηγαίνανε σε άλλα χωριά, τα ’παιρναν οι γυναίκες βάζοντάς τα στους κόρφους των, γεμίζοντας από τ’ αρώματά της. Τ’ απάνω χωριά ήξεραν γι’ αυτή και την ομορφιά της κι όλοι συζητούσαν τα βράδια σαν αποσπέριζαν στα σοκάκια τα βράδια του καλοκαιριού ή σαν μάζευαν τ’ αμύγδαλα. Στην κουζίνα οι γριές και στ’ όργωμα οι άντρες.

Εκείνη που τα κρυφάκουγε όλα πάσκιζε όλο και πολύ να γεμίσει από λουλούδια για να έχει όλο το χωριό, να’ χουν οι νιές κι οι εκκλησιές το μεγαλοβδόμαδο και του Σταυρού. Να ’χουν στους γάμους και στις χαρές και στις γιορτές μα και στου θανάτου την ώρα! Κρυφά τ’ απόβραδα σαν τέλειωνε η βοσκή κι οι κοπελιές γυρνούσαν σιγοτραγουδώντας, έκοβαν κι από ’να μάτσο τριαντάφυλλα για να το χαρίσουν σ’ αυτούς που αγαπούσαν. Η γιαγιά μας κάθονταν κάτω από τον ίσκιο της και το μαύρο της φουστάνι γέμιζε από ροδοπέταλα. Εκείνη τα ’σερνε με τα κουρασμένα κοκαλιάρικα χέρια της προς την ποδιά, τα έκανε μια χούφτα κι ύστερα τα πετούσε ψηλά για να ξανανιώσει την ευχαρίστηση και τη χαρά που δίνει η ομορφιά. Φύλακας πιστός εκεί καθότανε ολημερίς μήπως άγνωστοι πηγαίνοντας να κόψουν ένα λουλούδι την τραυμάτιζαν άθελά τους.

Ο άντρας της παραγγελιά της άφησε πεθαίνοντας να την προσέχει, πιστό σκυλί ώσπου να ζει. Εκείνος την είχε φέρει μικρό κλαρί χρόνια τώρα από τη μακρινή πολιτεία όπου πήγαινε κάνοντας τον κυρατζή. Τη φύτεψε εκεί στη γωνιά του τοίχου, άνθρωπος μερακλής προσμένοντάς την να μεγαλώσει και να θεριέψει, να φτάσει ως τ’ ουρανού τα ύψη. Για να τη θαυμάζουν όλοι και να γράψει κοντά της την ιστορία του, να δέσει τη ζωή του πιστά με τη δική της. Σαν βυζανιάρικο παιδί την πρόσεχε ώσπου να σταθεί στα πόδια της, να μεγαλώσει λίγο, ν’ αποκτήσει κι άλλη ρίζα και μαζί να προχωρήσουν στο δρόμο τους γύρω από το μικρό σπίτι και πάνω απ’ αυτό. Κάθε βράδυ σαν έπεφτε το σούρουπο κι έπαιρνε να δροσίζει η γης, εκείνος γύριζε από το χωράφι, ξεπέζευε από το σαμάρι του γαϊδουριού, πήγαινε κοντά της και την χάιδευε. Στέκονταν για λίγο σιωπηλός κι ύστερα της έλεγε.. κοίτα τι σου’ φερα καλή μου! Κι έβγαζε μια χούφτα καβαλίνες, θρουλώντας τες μέσα στ’ αδρά του χέρια, ώσπου να γίνουν σκόνη, ρίχνοντάς τες έπειτα στη ρίζα της.

Photo by Rohan Gupta on Unsplash

Μ’ αυτό το δυναμωτικό όπως έλεγε, θα μεγάλωνε ογλήγορα στολίζοντας το σπιτικό του μα και τη γειτονιά ολάκερη. Ύστερα την έφραξε γύρω μ’ ένα συρματόπλεγμα για να μην την χτυπήσουν τα παιδιά σαν έπαιζαν αμάδες, κι ακόμη μήπως την έτρωγε καμιά κατσίκα ζηλεύοντας τους τρυφερούς βλαστούς της τους άμοχρους, ληξίδι λαχταριστό. Χρονιάρικο πια δεντρί είχε ψηλώσει πολύ κι ήταν χαρά Θεού. Είχε πετάξει ρίζες πολλές και παραφυάδες, που όλες είχαν ένα και μοναδικό σκοπό. Ν’ αναρριχηθούν ως απάνω στη στέγη του μικρού σπιτιού του Γιώργη του κυρατζή. Με τον καιρό μεγάλωσε κι έβγαλε αμέτρητα μικρά τριαντάφυλλα που ήταν η χαρά της γειτονιάς. Η γιαγιά μας ολόχαρη για το στερνοβύζι της την τριανταφυλλιά, σκεφτόταν πως θα τα πορέψει έτσι ώστε να μη συμβεί κανένα κακό.

Οι άνθρωποι κακοί ’ναι, έλεγε. Φταρμίζουν. Κι όπως το ’πε, χώθηκε μέσα στο σπίτι ψάχνοντας για να ’βρει του κακού το αποτρεπτικό. Τα σκόρδα. Φοβόταν πολύ τον φταρμό. Κρέμασε στα κλωνιά της ίσαμε δέκα και κάτω στη ρίζα, σε τόπο που να φαίνεται ένα μεγαλύτερο. Αφού τέλειωσε η τελετή αυτή μονολόγησε. Εδά ό,τι θέλει ας κάνουν. Δεν τη πιάνει τίποτα, ούτε φταρμός, ούτε κακό μάτι!

Εκείνη πίστευε, πως τούτη η ομορφιά του κόσμου έπρεπε να κρατήσει ενάντια στο χρόνο και στην κάκητα των ανθρώπων. Από τα λουλούδια της θα σκέπαζαν και το νεκρικό κρεβάτι της γριάς. Και το ’θελε αυτό τόσο πολύ! Τα χρόνια περνούσαν κι η εκατοντάφυλλη τριανταφυλλιά μεγάλωνε και θέριευε, τυλίγοντας με τα πλοκάμια της τις ρίζες όλη τη δυτική πλευρά του σπιτιού κι ένα κομμάτι από τ’ ανατολικά. Κρεμούσε τα λουλούδια της σπάταλα εδώ κι εκεί κι ήταν χαρά Θεού, χαρά και στους ανθρώπους να τα βλέπουν μα και να στολίζουν τ’ ανθοδοχεία τους.

Χρόνια πολλά εχάρηκαν τούτη την ομορφιά που άλλη ποτέ τους πιστεύω δεν είδαν, οι ξένοι κι οι χωριανοί ζώντας μέρα νύχτα σε τούτο το μικρό χωριό. Σιγά σιγά όμως τα χρόνια έφευγαν κι οι άνθρωποι ταξιδιώτες του άλλου κόσμου και άδειασε η γειτονιά. Την αποχαιρέτησε πρώτα ο Γιωργής ο κυρατζής, κι ύστερα η γριά του. Έτσι το όνειρο τέλειωσε. Τα παιδιά μεγάλωσαν και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους κι αν καμιά φορά έρχονταν τα καλοκαίρια, το ’καναν επίτηδες γι’ αυτή τους την αγαπημένη που ζούσε τώρα στη μοναξιά. 

Photo by Evgeny Daubel on Unsplash

Άλλαξε και ο δρόμος, έφτιαξαν καινούριο κι οι άνθρωποι από τα πάνω χωριά δεν ξαναπέρασαν από εκεί. Η μοναξιά και η εγκατάλειψη διαδέχτηκαν το μακρύ πλακόστρωτο δρόμο του χωριού. Σιωπή! Κι ο αέρας που ερχόταν από δυο στενά δρομάκια, σχημάτιζε συχνά ανεμοστρόβιλους που βάλθηκε να την ξεριζώσει. Εκείνη άντεχε και κρατούσε πεισματικά σ’ όλες τις δυσκολίες του καιρού μονάχη πια σε τούτη την ερημιά. Χέρι ποτέ δεν άγγιξε επάνω της να κόψει λουλούδια για να στολίσει το σπίτι του, ερωτευμένη νιά για να χαρίσει ένα λουλούδι στον αγαπημένο της.

Μόνο μια φορά στα δύσκολα κείνα χρόνια, το χέρι κάποιου Γερμανού καταχτητή που άπλωσε κι έκοψε ένα τριαντάφυλλο. Το κράτησε για λίγο, ύστερα το μάδησε αδιάφορα πετώντας τα πέταλα εδώ κι εκεί. Εκείνα σκόρπισαν στη γης κι ο άνεμος παίρνοντάς τα, τα πήγε στο διπλανό περβόλι. Εκεί ανακατεύτηκαν με τα ξερά φρύγανα του φθινοπώρου φοβισμένα από της ανθρωπιάς το φέρσιμο. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι πέντε, δέκα, που με τις ξιφολόγχες τους τίναξαν τα λουλούδια κάνοντας να πέσουν όλα τα μικρά ροδοπέταλα στις φαγωμένες από το ανθρώπινο ποδοβολητό τόσων χρόνων πέτρες, σκεπάζοντάς τες ως απάνω.

Δεν υπάρχουν πια προστάτες κι ο μπάρμπα Γιώργης κι η γριά του αναπαύονται καιρό τώρα στο χώρο της σιωπής. Την άλλη μέρα η τριανταφυλλιά ξεράθηκε από τη ρίζα ίσαμε την κορφή. Κι είχε ζήσει τριάντα χρόνους!

Διήγημα “Η τριανταφυλλιά μας η εκατοντάφυλλη”, του π. Μιχαήλ Πατεράκη [Βραβείο Λασιθιώτικου Διαγωνισμού Κρητικής Πεζογραφίας]

Πρόσφατα

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε…

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπεΣταματά ο χρόνος;...

Έφη Φωτεινού, Οδός Σχεδίας

Σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, υπάρχει ένα αόρατο κόκκινο...

Μαγνητισμένοι από τα social…

Μαγνητισμένοι από τα social...Στις μέρες που δεν συμμετείχα στα...

Ηλίας Κεφάλας – Άνθη του φθινοπώρου

Ηλίας Κεφάλας - Άνθη του φθινοπώρουΜέσα στη νύχτα μου...

Social Media

Newsletter

Δημοφιλή

Ρόδα η ζωή…

Δεν τους είχα δει σε δράση. Δεν ήξερα καν...

Τα σύννεφα τ’ ουρανού μας…

Τα σύννεφα τ' ουρανού μας, πολυαγαπημένα, μοναδικά, διαφορετικά κάθε φορά. Λόγια και φωτογραφίες από στιγμές έκρηξης ομορφιάς!

Εγώ είμαι εσύ…

Εγώ είμαι εσύ, μού είπεςΚαι συ εγώΚι όταν μιλήσουν...

Γόρδιοι δεσμοί η ζωή μας…

Η πλειοψηφία έχει ένα γνήσιο ταλέντο, έχει αυτό που...

Η Αθηνά Χιώτη στο elpis calling…

Η Αθηνά Χιώτη στο elpis callingΔεν είναι μόνο τα...
Ελπίδα Πατεράκη
Ελπίδα Πατεράκηhttps://elpiscalling.com
Παρατηρώ τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους, ακούω με προσοχή τις ιστορίες τους. Συγκρατώ τις λεπτομέρειες και τις μικρές στιγμές. Δημιουργώ όπως μπορώ, συχνά ξεχνώ όσα μαθαίνω και ξεκινώ από την αρχή. Αγαπώ το ραδιόφωνο, τις μουσικές, τα σύννεφα, τα λόγια που ενώνουν τους ανθρώπους. Προσδοκώ την αλλαγή. Κρατώ την ουσία.

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε…

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπεΣταματά ο χρόνος; Κλονίζεται; Διαστέλλεται; Κινείται σε ευθεία γραμμή; Στέκει και δέχεται τις πορείες μας; Απορροφά στιγμές και...

Έφη Φωτεινού, Οδός Σχεδίας

Σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, υπάρχει ένα αόρατο κόκκινο νήμα που ξεκινά από την καρδιά, περνά στην άκρη του δακτύλου και συνεχίζει με την...

Μαγνητισμένοι από τα social…

Μαγνητισμένοι από τα social...Στις μέρες που δεν συμμετείχα στα social, σαν μαγνητισμένη κάποιες φορές, σίγουρα αφηρημένη άλλες και πιθανότατα ολίγον εθισμένη, παρακολουθούσα κάποια -κυρίως-...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Discover more from Elpis Calling

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading