Οι φίλοι είναι λουλούδια, ομορφιά κι αγάπη
Μεγαλώνω και σκέφτομαι πιο συχνά τους φίλους. Εκείνους τους παλιούς, εκείνων των σχολικών στιγμών, μα και των μεταγενέστερων και όσο αναπολώ, τόσο διαπιστώνω πως ο παλιός ο φίλος, ο παλιός συμμαθητής, μένει μέσα μας χαραγμένος σαν σημάδι που σε μαρκάρει για όλη σου τη ζωή, σου δίνει, σου παίρνει, είναι εκεί και δεν είναι, τον αισθάνεσαι παρέα κι ας ζει χιλιόμετρα μακριά, κι ας ήταν η τελευταία φορά που τον είδες πριν είκοσι χρόνια. Καλό ή κακό αφήνει χαραγμένο ένα δρόμο, που ξέρεις πως περπάτησες και συ αφού βάδισες το ίδιο μονοπάτι, θυμάσαι στιγμές, μυρωδιές, αγάπες, αντιπάθειες, κακίες, συντροφιές. Δώσε μου λίγο και μένα, πάρε εσύ αυτό, κάνε πιο πέρα να καθήσω, πως είσαι έτσι, αυτός σε θέλει, αυτή σε θέλει, που θα πάμε εκδρομή, βουτιές και παρέες, αμάν διαγώνισμα, γλυκόλογα και ώρες ατελείωτες με κουβέντες του αέρα! Μετά εξετάσεις, μετά χωρισμοί κι ο καθένας τον δρόμο του.
Αλλά και οι φίλοι οι μετά, των σπουδών ή της εργασίας είναι η κορύφωση των έντονων συναισθημάτων, της αναγνώρισης και της γνωριμίας με το εντός μας μέσα από τα μάτια του άλλου, είναι ένα φανταρικό κι ας μην το έχουμε κάνει, είναι μια δέσμευση κοινή και ισόβια, είναι σχέση με τα πάνω και τα κάτω, αλλά είναι εκεί. Και νιώθω μεγάλη ευλογία που είχα τέτοιους ανθρώπους στη ζωή μου και που κάποιους συνεχίζω να έχω ως σήμερα, ακόμα κι αν οι αποστάσεις μας κρατούν μακριά ή οι υποχρεώσεις, ξέρω πως αν χρειαστώ κάτι, με ένα τηλεφώνημα η σειρήνα θα αρχίσει να ηχεί. Οι δυνάμεις θα επέμβουν και θα καταστείλουν το πρόβλημα όπως και να έχει, τουλάχιστο στην ψυχή μου.
Μπορεί να νιώθω μόνο εγώ έτσι, να ονειροπολώ ολίγον τι ή να είμαι (αφού είμαι) υπερευαίσθητη, μα το ένστικτο μου λέει πως αυτό που νιώθω είναι σωστό, καλό και αγνό, άρα υπάρχει και είναι δυνατό. Οι φίλοι είναι υγεία. Οι παλιοί, οι ενδιάμεσοι, οι καινούριοι. Όσοι με καλή διάθεση υπάρχουν στη ζωή μας είναι υγεία και ισορροπία. Δώρο μοναδικό και ανεκτίμητο. Μπορεί να είναι ένας, μπορεί όλος ο κόσμος, μα αυτό δεν έχει και τόση σημασία.
Το να περπατάς με ένα φίλο στο σκοτάδι, είναι καλύτερο από το να περπατάς μόνος στο φως. (Hellen Keller)
Δεν ξέρω πως, αλλά οι τελευταίες μέρες έφεραν πολλούς φίλους στη ζωή μου. Ξύπνησαν παλιές σχέσεις, ήρθαν καινούριες, ήρθαν και σκέψεις για τα παλιά μα και σκέψεις με ποιο τρόπο θα “συντηρήσω” τις νέες! Γιατί οι παλιές ναι μεν είναι αυτοσυντηρούμενες και φρέσκιες όσα χρόνια κι αν περάσουν, χωρίς ημερομηνία λήξης κι αυτό γιατί η παιδική εκείνη καλοσύνη τις συντηρεί, η αθωότητα και η ευθύτητα, οι νέες όμως θέλουν φροντίδα. Χωρίς προσοχή και κανάκεμα θα περάσουν πολύ γρήγορα στη λήθη, χωρίς λόγο, και εκείνο το να, χαθήκαμε μωρέ, υποχρεώσεις, χρέη, βάσανα, σπουδές, παιδιά, λογαριασμοί, μπορούν πολύ εύκολα να σε λοξοδρομήσουν, να σε κάνουν να κρυφτείς στην οικειότητα του σπιτιού σου και να σου βάλουν κάτω το κεφάλι, να στο πατήσουν, να νιώθεις μόνιμο τον βραχνά και φυσικά να μην έχεις όρεξη όχι για φίλους, μα ούτε για τον εαυτό σου.
Οι φίλοι μου με συνδέουν με το καλό μου παρελθόν, με τον καλό μου εαυτό, καμιά φορά και με τον κακό και στραβό μου εαυτό, μα επειδή οι προθέσεις τους είναι αγνές, ακόμα κι αυτό βγάζει κάτι θετικό. Μου θυμίζουν τους χαμένους στόχους μου, τα όνειρα που ξέχασα στην πορεία, τους αγώνες μου. Αυτούς που κυνηγώ με λύσσα γιατί πολύ απλά τους ξέχασα και με κόπο ανακαλώ, μα δεν πετυχαίνω αμέσως την αναγνώριση τους.
Από πού ξεκίνησα, ποιοι μου κράτησαν το χέρι, ποιοι με πήγαν στην αυλή τους σε μια εκδρομή να πιω νερό, που μοιράστηκαν μαζί μου το μισό τους τοστ, που μου έδειξαν μια ερώτηση που δεν ήξερα, που μου δάνεισαν όταν ξέμεινα ακόμα και για εισιτήριο, που με αγκάλιασαν στα αναφιλητά μου. Ποιοι σημείωναν στα τετράδιά μου κι άφηναν ανεξίτηλο σημάδι, με φίλεψαν, με έβρισαν, μου έκλεισαν το τηλέφωνο, με στρίμωξαν, μου έστελναν κάρτες και πολυσέλιδα γράμματα. Ποιοι έμειναν να κοιτούν την πορεία μου, ποιοι με είδαν μετά από χρόνια και ήταν σα να μην πέρασε μισή στιγμή, ποιους δεν ξέχασα και πόσους άλλους ξέχασα, ποιοι συνεχίζουν να με βοηθούν να μην με ξεχνάω.
Μη με αφήσεις να σε ξεχάσω. Μοιράζομαι ίσον ωριμάζω. Βγάλε με από την ατσαλάκωτη ζωή μου και τις κουζίνες τις αχρησιμοποίητες μη λερωθούν και λαδώσουν και μυρίσουν… το ντιζάιν στους τοίχους και στα έπιπλα μόνο μοναξιά φέρνει. Τα σαλόνια άδεια, δεν καλέσαμε γιατί ήταν ασκούπιστα, όλα ξέστρωτα με σκοπό να διατηρηθεί η μοναξιά, μην καλείς, καλύτερα έτσι. Ανολοκλήρωτες ζωές αδειανές. Πολλοί μόνοι, πολλή χασούρα, σύντροφοι, φίλοι, συγγενείς αδειάζουν την γωνιά. Εποχή αδιέξοδη, μιλάμε τελικά σε ντιζαϊνάτους τοίχους, αλέρωτους, αλέκιαστους και άφθαρτους, χωρίς χαλασμένες γωνίες και σκασίματα. Υγιείς τοίχοι. Αυτοί θα μείνουν, εμείς φεύγουμε.
Οι σιωπές κάνουν τις πραγματικές συζητήσεις μεταξύ φίλων. Αυτό που μετράει δεν είναι να μιλάς, αλλά να μη χρειάζεται να μιλήσεις. (Margaret Lee Runbeck)
Είναι κι αυτοί που έφυγαν νωρίς, τόσο νωρίς. Το να χάνεις φίλο είναι σα να χάνεις ένα κομμάτι σου. Ένα μεγάλο κομμάτι. Φεύγει μαζί του και θάβεται στην κυριολεξία και μένει για πάντα κενό που δεν αναπληρώνεται ποτέ. Οι φίλοι μου που έφυγαν νωρίς είναι οι πιο αγαπημένοι μου τώρα, γιατί μετά τον χαμό τους γίναμε ακόμα πιο καλοί φίλοι, αφού δεν πέρασε μέρα που να μην τους σκεφτώ, να τους μελετήσω… τα λέμε συχνά στα όνειρα και για κάποιο λόγο υπάρχουν να, εδώ γύρω. Ο Δημήτρης έρχεται παρέα με την κιθάρα του περασμένη στον ώμο, ο Νίκος με πηγαίνει σινεμά και αφού βγάλουμε τα παπούτσια μας αρχίζουμε να μιλάμε ακατάπαυστα! Αυτοί οι αγαπημένοι, αυτοί οι τόσο νέοι άνθρωποι, αυτές οι τόσο λαμπερές ψυχές με βοήθησαν, με αγκάλιασαν, με άκουσαν, με φρόντισαν, με αγάπησαν, μου είπαν, μου έδειξαν, με πήγαν ένα βήμα πιο κει κι αν δεν είναι παρόντες, είναι εδώ, πιο πολύ τώρα εδώ από ποτέ…
Το πιο τρυφερό κομμάτι της ζωής μας είναι οι φίλοι. Οι μικροί μας φίλοι που μεγαλώνουν μαζί μας, που αγωνιούν, που πολλαπλασιάζονται, που δημιουργούν, που καταθλίβονται, που χάνονται, που λοξοδρομούν, που αρρωσταίνουν. Αυτοί οι μοναδικοί άνθρωποι που μας έχουν δει σε καλές και κακές στιγμές. Που είναι εκεί κι ας μην είναι. Που νομίζεις ότι σε ξέχασαν, που ούτε ένα τηλέφωνο, μα είναι εκεί…
Μυαλό και καρδιά δικά μου και τα δυο δεν θα συμβιβαστούν ποτέ. Έχουν το ασυμβίβαστο, το παράξενο, το διπολικό μάλλον, το παλαβό ίσως. Σαν τα φεγγάρια του χειμώνα… και κάτι τέτοιες νύχτες παγερές, αισθάνομαι τους φίλους πιο κοντά κι ας είναι τόσο μακριά. Τόσο ψηλά!
“Κάποιοι φίλοι, κάποιες λέξεις, λόγια που γιναν φτερά και τα πήρε ένα βράδυ η νεράιδα μακριά και τα πάντα να κυλάνε, να περνάνε, να πονάνε… τα φεγγάρια του χειμώνα είναι λίγο παλαβά κι όταν δούνε κάποιον μόνο τόνε παίρνουν αγκαλιά. Και τα πάντα σταματάνε, σου γελάνε, δεν πονάνε”… (Αλέξανδρος Δήμας)
Ελπίδα Π.