Φεύγει και πάει κι ακόμα πάει…
Σου χρωστώ αυτό το γράμμα, το μετά χρονολογικά, το μετά στο σύντομο βίο μας, το μετά στη μικρή ζωή που με βιασύνη ρούφηξες ως το μεδούλι. Σου χρωστώ ένα τηλεφώνημα, μια βόλτα, ένα cd κι ένα βιβλίο. Τη μοιρασιά από τις κασέτες. Ίσως κι ένα ταξίδι, σαν και αυτό που χρόνια έλεγες θα κάναμε, σου χρωστώ τ’ αεροπλάνα και τα βαπόρια που δεν πήρα…
Σου χρωστώ τις καταλήξεις των λέξεων και τους πληθυντικούς των πόλεων. Την ωραία αλληλογραφία και τις όμορφες κάρτες, τα σχέδια για εκπομπή μεταμεσονύκτια μαζί και τις λίστες με τα βιβλία που όφειλα να διαβάσω, τους μονολόγους που μ’ έβαζες να μαθαίνω απ’ έξω για τα θέατρα, τα τραγούδια όλα.
Σου χρωστώ, γιατί δεν ήρθα. Σου χρωστώ. Αυτά που σου είπα, γι’ αυτούς που σου είπα, για όσα είπα θα κάνω και δεν έκανα. Θα σου χρωστώ. Τα σχέδια που μ’ έβαζες να φτιάχνω, τις αφιερώσεις στα βιβλία, τις βόλτες από το τηλέφωνο. Τα ατέλειωτα διαβάσματα μέχρι τον ύπνο, τα σινεμά με τα πόδια πάνω στο μπροστινό κάθισμα, τις ωραίες ταινίες. Τον Δράκο. Τις βόλτες κάτω απ’ τη Σταυράκου, τα ξημερώματα Ομόνοιες και Συντάγματα για φρέσκια εφημερίδα, ζεστή, μαζί με κουλούρι! Τις συμβουλές. Τις εξομολογήσεις. Τις γνωριμίες. Τα στιχάκια. Τα χασίματα.
Κρατώ τα υπόλοιπα. Τα μιλημένα και τ’ αμίλητα. Και στο κρατώ που χάθηκες. Έφυγες όπως ήθελες να σε θυμούνται. Πάντα νέο κι ωραίο, έλεγες. Τι ειρωνεία ρε συ! Σε διαφορετική περίπτωση θα το συζητούσαμε και θα γελούσες. Εγώ πώς να γελάσω που μετρώ τα χρόνια ταυτόχρονα κι από κοινού;
Εδώ τα ίδια, όπως τα ξέρεις. Με κείνο το ακαθόριστο της αβεβαιότητας, του φόβου, του διλλήματος, του ναι μεν αλλά, του πανικού, λες και η ζωή έμεινε στα 20 κάτι να περιμένει εξέλιξη κοιτώντας από μακριά. Μεγάλη βλακεία το κυνήγι της κανονικότητας. Στο λέω να το ξέρεις. Τι μ’ έβαλες να μάθω απ’ έξω τη μοναξιά που είναι από χώμα, ε; Μού είχες σημειώσει στο βιβλίο, “έτσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;” Μέσα σου πάντα ήξερες.
Ραλλίτο μου, σου χρωστώ. Τις βόλτες με τα τρολεΐτο στο πουθενά, λίγες ακόμα χαμένες ώρες. Το ταξίδι στο Λίβερπουλ και στα Λονδίνα. Στο παράθυρό σου που έβλεπε εκείνο το μισοφέγγαρο. Στις φωτισμένες ρόδες των λούνα παρκ που άφηνες τις σκέψεις σου. Στον Θερμαϊκό με τα κατάφωτα πλοία. Στη θάλασσα πυξίδα σου. Χρωστώ και σ’ αυτά!
Πώς γίνεται να δημιουργείς αναμνήσεις ακόμα και τώρα;
“Έτσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;” (Μάρω Βαμβουνάκη, Η μοναξιά είναι από χώμα, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ)
Φεύγει και πάει κι ακόμα πάει
Και πίσω δε γυρίζει
Δεν αγαπάει μήτε μισεί
Τη μοναξιά του ορίζει
Φεύγει και πάει κι ακόμα πάει.
Στον αγαπημένο μου Νίκο Ράλλη, μικρές λέξεις μεγάλης απολογίας, του απρόβλεπτου, του ξαφνικού, του πάντα άδικου, του μισοτελειωμένου…
Να έρχεσαι στα όνειρα να τα λέμε καλέ μου…