Είναι ακόμα Αύγουστος και το κακό δεν έφυγε…
Δυο μέρες πριν παρατήρησα πόσο έχει μικρύνει η μέρα. Μια μέρα πριν παρατήρησα πόσο μίκρυνε η ζωή. Αυτή που δεν έχω προλάβει να ζήσω όπως την ονειρεύτηκα, όπως την ταξίδεψα στα σχέδιά μου, όπως την σημείωσα στα σημειωματάριά μου.
Λίγες ώρες πριν συνειδητοποίησα μια ακόμη φορά πόσο η ζωή μας μοιάζει με κόκκο άμμου, που μ ένα φύσημα ξαφνικό διασκορπίζεται, εξαφανίζεται, εξαϋλώνεται, όπως οι αγνοούμενοι στη Βηρυτό, όπως οι φοβισμένοι ανά γης, όπως οι ξεριζωμένοι από την εντός πατρίδα.
Αβάσταχτο είναι και θλιβερό πολύ, πόνος ασήκωτος να γίνεσαι πρόσφυγας εντός σου. Να χάνεις τη βάση σου που νόμιζες σταθερή, να ξεσπιτώνεσαι με βία από την ησυχία σου. Να προσπαθείς να κρατηθείς από τα δεδομένα σου και να τα βλέπεις να κρέμονται από ένα φαγωμένο σχοινί έτοιμο να κοπεί στα δυο και να σ’ αφήσει στο έλεος.
Είμαστε πολλοί οι ξεσπιτωμένοι, οι ξενιτεμένοι, οι αποκαμωμένοι κι ας μην περπατήσαμε ούτε μισό μέτρο. Στις αυλές μας και στα μπαλκόνια μας γίναμε πρόσφυγες, στα σκαλιά λησμονήσαμε φίλους και συγγενείς, στα πολλά δωμάτια αφήσαμε κομμάτι το κομμάτι από το περισσευούμενό μας και πάει, χάθηκε.
Οι πρόσφυγες της γης είναι μιλιούνια. Μαζεύονται κάθε απόγευμα στις όχθες του ποταμού του Λιβάνου, αυτόν με τα σκουπίδια που περνά την πόλη και κλαίνε και μοιρολογούν τα πουλιά και όλης της γης τα πλάσματα.
Αιώνες τα γιατί αναπάντητα. Χρόνια τα χαμένα μαζεμένα. Ώρες πολλές τα δάκρυα των συμφορών. Και είναι ακόμα Αύγουστος. Και πώς να ξεχάσεις τα συμβάντα. Πώς να φύγει με τη βουτιά η πίκρα από το στόμα; Είναι ακόμα Αύγουστος και το κακό δεν έφυγε. Και όσα παγωτά κι αν έφαγα δε γλύκαναν το μέσα.
Πρόσφυγες είμαστε όλοι και ξενιτεμένοι. Στιγμή δεν ησυχάζει το μυαλό κι όλο πηγαίνει, πηγαίνει, πηγαίνει. Και κείνες οι βραδιές οι ονειρεμένες εφιάλτης αρχίζουν να γίνονται. Μια ώρα ηρεμίας σαν κλάμα, σαν έκρηξη λύπης με ήχο βουβό και πνιχτό, μαζί με αλάτι και αύρα θαλασσινή, μαζί με υγρασία που στέκεται πάνω στον καύσωνα και σε πνίγει στα πονεμένα λόγια και ενός άξιον εστί τα προστάγματα.
Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου, γιατί δικαιοσύνη εδώ στη γη των ανθρώπων σου δεν είδα και κάθε μέρα οι ταινίες των προικισμένων σκηνοθετών γίνονται πραγματικότητα και τρομάζουμε.
Η ψυχή μου ως γη άνυδρος που στερεύει και χάνεται το απόθεμα της αντοχής κάθε βράδυ, κάθε στιγμή που αναρωτιέμαι τι έγινε και πως μπορεί να διορθωθεί αν κάτι διορθώνεται. Κύριε, προς σε κατέφυγον γιατί εγώ ξέχασα εμένα και τον άλλο και οι άλλοι εμένα κι όλοι μαζί πληγωθήκαμε και ματώσαμε και πονέσαμε και σκοτώσαμε τον διπλανό μας χωρίς να τον έχουμε αγγίξει.
Δέσποινα, βοήθησε και σπεύσε, γιατί πληθαίνουν τα φονικά, πληθαίνουν οι φονιάδες και οι άχρηστοι απανταχού και ρημάζουν και διαλύουν χώρες και σπέρνουν φόβο και λένε ψέματα και κόβουν στα δυο τις ζωές μας! Ικετεύω, Παρθένε, τον ψυχικό τάραχο και της αθυμίας τη ζάλη πάρε τα μακριά, εκεί που δεν πετούν πουλιά κι απάλλαξέ με από εικόνες κόκκινες, βαμμένες με κακία και μίσος, σκονισμένες από τα γκρεμισμένα και τα ερείπια της γειτονιάς μου. Ύψωσε τείχος και πρόφθασε, γιατί είναι πολλά τα μέτωπα ανοιχτά, πολλές οι συμφορές και οι καθημερινοί οι κίνδυνοι, άλλη υπομονή και δύναμη δεν υπάρχει.
Και είναι ακόμα νωρίς. Και είναι ακόμα Αύγουστος ζεστός. Χωρίς καρπούζι γλυκό. Χωρίς τσιμεντένια αυλή και λάστιχο με νερό δροσερό. Και είναι οι μέρες στη χάση τους και τα φεγγάρια στη λίγωσή τους και τα ζωντανά κουρασμένα και οι άνθρωποι καταμπερδεμένοι.
Και κάθε μέρα διαφωνίες, αντιμαχίες, υπογραφές και συμφωνίες στα όρια της θάλασσας και στον αέρα, στους βυθούς της ψυχής μας και στα μπλε τα όνειρά μας. Όπως τους πρέπει με συνοδεία του ήχου της θάλασσας, να ενώνουν τα αντίθετα και να αντέχουν ακόμα γιατί έτσι πρέπει και να σηκώνονται σε κάθε πέσιμο και να προσπερνούν κάθε εμπόδιο, ακόμα και τον θάνατο που μπερδεύτηκε με σκόνες και εκρήξεις, με σύννεφα αερίων και οστικών κυμάτων, αυτόν κι αν πρέπει να προσπεράσουν και να ξεχάσουν.
Είναι Αύγουστος.
Κόσμε καληνύχτα. Το ξέρω δε θα αλλάξεις ποτέ. Όμως εγώ θα ελπίζω.