Σα να μην έφυγαν ποτέ…
Μαγείρεψα μπάμιες σήμερα. Αυτές που σιχαίνονται ορισμένοι κι αυτές που πριν λίγους μήνες δε θα τολμούσα ούτε να μυρίσω, όχι να φάω. Τις έψηνα και ερχόταν εικόνες στο μυαλό μου, σαν φωτογραφίες περνούσαν οι στιγμές η μια εικόνα πίσω από την άλλη.
Πάντα μαγειρεύω τις μικρές, σαν κι αυτές που μάζευαν στο χωριό της μάνας μου και το απόγευμα γινόταν η αυλή ένα βουνό από μπάμιες. Γύρω γύρω καθόντουσαν με το ψαλίδι ή το μαχαίρι και καθάριζαν η γιαγιά Ελπίδα, η θεία Τάτου, η Μαρίκα, σαν τύχαινε να είμαστε και μείς εκεί για τις καλοκαιρινές μας διακοπές και παρατηρούσα με προσήλωση την τελετουργία, άκουγα τα λόγια, λέξεις και φράσεις στα ποντιακά, κάποιες φορές ακατανόητες, κάποτε καταλάβαινα τα πειράγματα της θείας και των ξαδέρφων μου, και κει στον κήπο, στη μια πλευρά οι τριανταφυλλιές, στην άλλη τα κηπευτικά, στο κέντρο οι μπάμιες και οι μυρωδιές τους, το τσουβάλιασμα και η βόλτα με τον ξάδερφο ως το διπλανό χωριό στο συνεταιρισμό, το κλείσιμο του καφενείου και τον παππού να έρχεται με το αργό περπάτημά του, έμειναν βαθιά χαραγμένες μέσα μου.
Μέρες κούρασης γι’ αυτούς που έπρεπε να κάνουν τη δύσκολη δουλειά, μα μέρες χαράς και ξεγνοιασιάς για μένα.
Κι έτσι, αυτό το ιουλιάτικο απόγευμα, με ζέστη κι ένα αεράκι περίεργο από μακριά, θυμήθηκα τ’ αποθαμέντς κι έκανα το δικό μου μνημόσυνο, το δικό μου μνημοκέρε κι ας μην είναι τα Φώτα. Τους σκέφτηκα και φωτίστηκε η ψυχή μου. Όμορφες στιγμές. Όμορφα χρόνια. Όμορφοι άνθρωποι που μου λείπουν.
Μάζευα κι εγώ με τον πατέρα μου μπάμιες και πολλά κηπευτικά. Μετά πηγαίναμε στις λαϊκές και πουλούσε. Μου άρεσαν πολύ τα λουλούδια τους έχουν κίτρινους υπέροχους μεγάλους ανθούς.
Κάθε μυρωδιά κηπικού μου τον θυμίζει. Να είμαστε καλά να έχουμε τις αναμνήσεις των ανθρώπων μας στην καρδιά μας.
Φιλιά πολλά Ελπίδα
Να είσαι πάντα καλά να τον θυμάσαι Ειρήνη μου! Φιλιά!