Τί θα ήταν η ζωή χωρίς το κέντρο της Αγάπης;
Με μια απλή συγγνώμη ο κόσμος μπορεί και να είχε σωθεί.
Με μια απλή λέξη. Πόσο δύσκολο είναι να την πούμε κι ακόμα πόσο πιο δύσκολο είναι να τη νιώσουμε! Είδα την ταινία «Η προσβολή» και ξύπνησε μέσα μου το εφηβικό μου όνειρο. Ο κόσμος να είναι μονιασμένος, όλος ο κόσμος από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Να υπάρχει ειρήνη και αγάπη και συγχώρεση, να χωρούν όλοι παντού, ανεξάρτητα, ίσα, όμορφα.
Να γίνει πράξη δηλαδή ο λόγος Αυτού που περιμένουμε τάχα με τόση λαχτάρα να γεννηθεί τα Χριστούγεννα, ξεκινώντας τους πανηγυρισμούς και τους στολισμούς απ’ τον Σεπτέμβρη, μα πόσο βαθιά νυχτωμένοι είμαστε τελικά μέσα στα πολλά αναμμένα λαμπιόνια μας! Ο κόσμος αυτός δεν υπάρχει, γιατί δεν πιστέψαμε ούτε σ’ Αυτόν, ούτε πουθενά, ούτε καν στον καλό μας εαυτό που κάπου κρύβεται! Αν είχαμε πιστέψει έστω κάπου, κάτι καλό ίσως να είχε γεννηθεί. Δε θα βίωνε ο πλανήτης τίποτα απ’ όσα απαίσια έχουν συμβεί από χέρι ανθρώπινο. Δε θα υπήρχε ανισορροπία.
Γιατί Αυτός που θα γεννηθεί ξανά, δεν ήθελε να λέμε ούτε ανόητο τον αδελφό μας όχι να του κάνουμε κακό, δεν ήθελε να υποκρινόμαστε και να μην είμαστε αδελφωμένοι, δεν ήθελε να έχουμε πικρία μέσα μας για κανέναν άνθρωπο. Ήθελε μόνο Αγάπη! Κι αυτή δεν υπάρχει. Στέρεψε η εποχή από αγάπη. Κι από κατανόηση. Κι από σεβασμό. Και από υγιείς σχέσεις. Και από ευγένεια.
Αγαπάμε κάνα δυο, ανάλογα τον κύκλο μας, πολλές φορές αν δεν έχουμε κύκλο δεν αγαπάμε ούτε τον εαυτό μας. Δεν υπήρξε αυτή η αγάπη ούτε θα υπάρξει μάλλον. Ο αιώνιος έφηβος που αντιδρούσε με τους υποκριτές, με την κλεψιά, την ατιμία, την αδικία, ο ίδιος Αυτός ανέχτηκε τη βιαιότητα και τον πόνο, βίωσε την αδικία, τον εξευτελισμό.
Τι μάθαμε τα χιλιάδες χρόνια ύπαρξης στον κόσμο;
Τίποτα. Μόνο πως θα γίνουμε χειρότεροι. Πόσο χειρότεροι θα καταφέρουμε να γίνουμε κάθε νέα χρονιά, πόσα υπερόπλα θα αγοράσουμε, πόσα τείχη θα χτίσουμε, πόσα ηλεκτροφόρα καλώδια θα χρησιμοποιήσουμε, πόσες βόμβες θα κατασκευάσουμε, πόσα όπλα θα πουλήσουμε, πόσους ανθρώπους θα πνίξουμε, πόσα παιδιά θα λιμοκτονήσουμε, πόση δυστυχία και πείνα θα σκορπίσουμε, πόσους θα πατήσουμε για να ανέβουμε, πόσα περισσότερα θα βγάλουμε.
Αν κάτι θα έπρεπε να νιώθουμε τις μέρες που έρχονται, είναι μόνο ντροπή. Ντροπή και μόνο που έχουμε όρεξη για ζητωκραυγές και γιορτές, όταν όλα όσα ξέραμε διαλύονται. Όλες οι δυστυχίες που μας έρχονται στο νου, κάποιοι άλλοι αυτή τη στιγμή στον κόσμο τις βιώνουν. Ο κόσμος μόνο χειρότερος γίνεται. Ο κόσμος ο υπόλοιπος και οι στεναγμοί του βρίσκονται και θέλουμε συνειδητά να μείνουν έξω από μας, τη ζωή μας, το σπίτι μας. Η γειτονιά μας στενάζει κι αυτή πίσω από τα στολισμένα μπαλκόνια! Ψεύτικα είναι όσα βλέπουμε, ανύπαρκτες οι συμμαχίες που διαλύονται για ασήμαντη αφορμή, ετοιμοπόλεμες οι χώρες που όμως ζουν «ειρηνικά» με συμβάσεις και συμφωνίες και γκρίζες γραμμές, κουρασμένοι είναι οι άνθρωποι στοιβαγμένοι, ανήμποροι, τρομαγμένοι, ξεσπιτωμένοι.
Και τι μπορούμε να κάνουμε δηλαδή εμείς;
Αυτό με τρώει και μένα. Την ίδια απορία έχω. Ένας «φίλος» τις προάλλες με κατηγόρησε ότι αν δεν έχω να δώσω λύση σε ένα θέμα καλύτερα να μην το συζητώ και πως το να καταγγέλλω μόνο χωρίς λύση δεν αφορά κανέναν. Άλλος είπε να μην ασχολούμαι, δεν αλλάζει κάτι κι ότι ουσιαστικά το να εκφέρουμε γνώμη δεν οδηγεί κάπου.
Ας κλείσουμε και τα στόματά μας λοιπόν! Ας σταματήσουμε και να σκεφτόμαστε. Ας συσπειρωθούμε ακόμα πιο συστηματικά και δυνατά γύρω από μια μικρή οικογένεια που μεταξύ μας θα μοιραζόμαστε όσα έχουμε στην ψυχή μας, αφού δεν μπορούμε να δώσουμε λύσεις και να αλλάξουμε τον κόσμο. Κι όταν τους κουράσουμε και αυτούς, ας σταματήσουμε, ας δοξάσουμε τη νεκρική σιγή των σαλονιών και των τραπεζιών, ας θολώσουν τα μάτια μας στις οθόνες των υπολογιστών και των κινητών, ας κολλήσει το στόμα στη σιωπή. Να ράψουμε το στόμα μας λοιπόν! Μπορεί να βγει και κάτι καλό. Σιωπή. Υποχώρηση. Υποταγή σε έναν εχθρό που λέει πως η άποψή σου δεν ενδιαφέρει κανέναν πια κι ας υπάρχουν τόσοι τρόποι για να εκφραστείς, όταν μιλάς και δείχνεις το ενάντιο μόνο καλό δεν κάνεις.
Μα όλα είναι υποκειμενικά.
Ντροπή κόσμε για την κατάντια σου και ντροπή μου που δεν μπόρεσα να σ’ αλλάξω! Κοίτα γύρω. Ο κόσμος δεν είναι η πόρτα του σπιτιού σου. Μα τελικά ο κόσμος είναι το σπίτι σου. Κι οι άνθρωποί σου. Και αυτά τα λίγα ή πολλά που σε κάνουν να νιώθεις ιδιαίτερος και μοναδικός και χαρούμενος, έξω από μια καθημερινότητα που πια δεν μπορείς να αντέξεις. Και οι θυμοί υπάρχουν. Και μεγαλώνουν. Για όλα τα δεν. Για όσα δεν.
Και τι είναι ο κόσμος τελικά;
Όμως, δεν έχουμε τελειώσει με τους τρελούς. Ο κόσμος είναι μια πληγή που αιμορραγεί και τελευταία αιμορραγεί άσχημα. Το ξέρουμε και το αναγνωρίζουμε όλοι, απλά κάνουμε διάλειμμα από την τρέλα γιατί κάποια πράγματα δεν παλεύονται. Εντυπωσιάζομαι κάθε μέρα και δυσάρεστα τις περισσότερες φορές, διαπιστώνω πολλά για μένα και τους άλλους. Κυρίως με τις ψεύτικες σχέσεις, τις ανύπαρκτες μάλλον σχέσεις, τις βολές που εκτοξεύονται χωρίς σημαντική αφορμή, την κακία και τη μικροψυχία του κόσμου, έτοιμου για λιντσάρισμα και χωρίς καν να ξέρει το λόγο τις περισσότερες φορές!
Παρανόηση, ναι, αυτή είναι η λέξη. Παρανόηση. Μιλάμε αλλά δεν καταλαβαινόμαστε, τα χρόνια της Βαβέλ επιστρέφουν. Πόση αγωνία και φόβο μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος; Κλείνει ο χρόνος και πρέπει να γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω για να θυμηθούμε κάτι εξαιρετικά όμορφο. Κάνουμε αγωνιώδεις προσπάθειες κάθε μέρα για να φέρουμε το καλό και το όμορφο στον μικρό μας κόσμο, αλλά φτάνει μια στιγμή για να σκοτεινιάσει η ψυχή, έστω για λίγο.
Τι έχει πάει λάθος;
Τι έχει πάει τόσο λάθος στον υπέροχο βίο μας που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλον; Η περίφημη ενδοσκόπηση μάλλον δεν έπιασε τόπο ή καλύτερα, μάλλον δεν έγινε ποτέ! Στις μέρες αυτές που το άπαν στη ζωή είναι η εικόνα και το σόου, ψάχνω την ουσία, τη ζητώ απελπισμένα στον άνθρωπο, κάθε μέρα επιστρέφω στις πράξεις και τα λόγια μου να δω τα λάθη, να αδειάσω απ’ όσα δεν πρέπει να υπάρχουν ούτε σαν σκιές. Δεν είναι πάντα εύκολο. Δεν είναι εύκολο όταν ξεφεύγει το κέντρο μου από το κέντρο της Αγάπης.
Άκουσα μια ωραία φράση από ένα παιδάκι.. «Μη μου χαλάς το μελομακάρονο!» Τι ωραία! Γνήσια και αληθινή έκφραση ενός καθαρού θέλω και δε θέλω. Ναι, μη μου χαλάς το μελομακάρονο και το κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από μελομακάρονο! Ας μείνει και κάτι όρθιο, ας μείνει και κάτι όπως ήταν, γνήσιο, αυτούσιο, παραδοσιακό, όμορφο, να το τρως, να σε στυλώνει και να θυμάσαι, να ξυπνά μνήμες! Να μη βρίσκεις σε αυτό το κάτι άλλο του μέλλοντος το παράξενο, το ξένο, το κρύο, αυτό που δεν ξέρεις αλλά θα συνηθίσεις τρώγοντάς το!
Συντάσσομαι με το παιδάκι.
Μας στηρίζουν όλα αυτά που μας συνδέουν με το παρελθόν, με τις κουζίνες των γιαγιάδων, με τις θείες να μας ζουλάνε στα φιλιά και να μας κερνούν, με τα στοιχεία που μάθαμε και μεγαλώσαμε και ευτυχώς δεν έγιναν στοιχειά να μας τρομάζουν.
Τι θα ήταν η ζωή χωρίς το κέντρο της Αγάπης; Αφόρητη μάλλον. Δεν έχω δύναμη για τίποτε άλλο. Θέλω, χρειάζομαι στη ζωή μου αυτό το κέντρο. Της αγάπης, της καλοσύνης, της αλήθειας, της χαράς. Δε γίνεται αλλιώς. Όμως όλα, ακόμα κι αυτό, είναι υποκειμενικά. Αλλιώς το αισθάνομαι εγώ, αλλιώς εσύ, αλλιώς έρχεται το βίωμα στον καθένα. Μαζί Του θέλω να κλείσει ο χρόνος. Δεν έχω εμπιστοσύνη σε τίποτε άλλο. Ούτε σε μένα!
Photo by ?? Jose G. Ortega Castro ?? on Unsplash
Όσο διάβαζα το συγκεκριμένο κείμενο σχεδόν έκλαψα γιατί παρατηρώ την αλήθεια που είναι ντυμένη πίσω από αυτά τα λόγια. Στην πραγματικότητα όσο και να λέμε ότι “τώρα χάλασαν τα πράγματα” , τελικά είναι διαλυμένα από την αρχή του κόσμου.
Να είσαι καλά Ειρήνη! Σ’ ευχαριστώ… Καλά Χριστούγεννα να έχεις! Καλές γιορτές!