ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ:

Ρόδα η ζωή…

Δεν τους είχα δει σε δράση. Δεν ήξερα καν...

Τα σύννεφα τ’ ουρανού μας…

Τα σύννεφα τ' ουρανού μας, πολυαγαπημένα, μοναδικά, διαφορετικά κάθε φορά. Λόγια και φωτογραφίες από στιγμές έκρηξης ομορφιάς!

Εγώ είμαι εσύ…

Εγώ είμαι εσύ, μού είπεςΚαι συ εγώΚι όταν μιλήσουν...

Τακούνια και πεζοδρόμιο

Τακούνια και πεζοδρόμιο

Για περπάτημα βγήκα, να ξεπιαστώ.
Τα πεζοδρόμια πήρα να περπατώ του Χαλανδρίου νωρίς, πριν ξεκινήσει ο θόρυβος, η κίνηση… η φασαρία.
Ηρεμία παντού σε τούτο το ξημέρωμα σ’ αυτήν την πόλη που πάντα έχει φως.
Χάθηκα στις σκέψεις μόνο. Τα πόδια ξέρουν καλά τα δρόμια, δεν χάνονται ποτέ.
Στην ησυχία χάθηκα μιας πόλης που κοιμάται, στον ύπνο της μέσα βυθίστηκα και με την φαντασία μου έφερα στο νου μου –χωρίς να θέλω, τον ήχο από τακούνια στο πεζοδρόμιο.

Γυναικεία ψηλά τακούνια, να παλεύουν τις τσιμεντένιες πλάκες με ήχο άλλοτε γρήγορο κι άλλοτε αργό, με ήχο πάντα γυναικείο.
Κι ήταν αυτό το «τακ-τακ» στο περπάτημα των τακουνιών που μού ’φερε στο νου και στην θύμηση, εκείνες.
Την Κορίνα, την Ισαβέλλα και τη Μαίρη· γυναίκες με τακούνια στο πεζοδρόμιο, που ήρθαν τούτο το ξημέρωμα από τα χρόνια της νιότης μου, να μου ευχηθούν μια καλημέρα και να με συντροφέψουν φασματικά για λίγο μόνο, στο Κυριακάτικό μου περπάτημα.
Έτσι, απ’ το χέρι πιαστήκαμε οι τέσσερις και φτάνοντας στην Καποδιστρίου, στρίψαμε δεξιά για το Πάτημα Χαλανδρίου· για την ανηφόρα.
Και θυμήθηκα…

Πρώτα η Ισαβέλλα.
Κείνα τα χρόνια, στα 20, 23 και μετά ακόμα πολύ, δούλευα εξόν από την ημερήσια δουλειά και βράδια σε μαγαζιά –εστιατόρια, μπαρ και κλαμπ, προκειμένου να βγάζω περισσότερα χρήματα και να βγαίνω και εγώ πέρα.
Σε μια τέτοια δουλειά λοιπόν σε κλαμπ στη Φωκίωνος Νέγρη συνάντησα την Ισαβέλλα.
Στο μπαρ από μέσα ήμουν, σκυμμένος πάνω από ποτήρια και μπουκάλια. Μουσική στη διαπασών –ρέιβ της εποχής, γεμάτο κόσμο το “after” μαγαζί, σε φούρια ήμουν, ήδη προχωρημένη πολύ η ώρα
Καθώς σήκωσα το κεφάλι μου, από τα ποτήρια και τα λεμονάκια που έκοβα σε φέτες για τις βότκες, από την έξω πλευρά της μπάρας ακριβώς μπροστά μου, είδα ίσως την πιο όμορφη γυναικεία πλάτη, που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.
Μια ψηλή, αδύνατη γυναίκα με καρέ κοντό κόκκινο μαλλί, που μου είχε γυρισμένη την πλάτη, που τόσο έξυπνα είχε αφήσει ακάλυπτη φορώντας ένα απλό ξώπλατο φόρεμα, γύρισε ξαφνικά προς το μέρος μου χαρίζοντας μου το πιο όμορφο κι αθώο χαμόγελο, που μου είχε δώσει ποτέ πελάτης σε τέτοιο μέρος και τέτοια ώρα.
Μια vodka red bull, ζήτησε και έτσι όπως μου μίλησε διέκρινα το μήλο του Αδάμ περήφανο στο λαιμό της, να ανεβοκατεβαίνει χορεύοντας κι αυτό λες με το ρυθμό της μουσικής.
Κουβέντες άλλες δεν ανταλλάξαμε κείνη τη νύχτα. εγώ όμως την παρατηρούσα συνεχώς, που χόρευε μέχρι το ξημέρωμα.
Κάθε Σάββατο όμως και μετά τη δουλειά της στους παράδρομους του κέντρου, η Ισαβέλλα ερχόταν στο μαγαζί με τις φίλες της, έπινε vodka red bull και χόρευε. Τελευταία έφευγε από το μαγαζί. Έκλεινε ο d.j τη μουσική, έβγαινα εγώ έξω από την μπάρα για να μαζέψω το σκόρπια ποτήρια που είχαν αφήσει παντού –αλλά παντού!- οι πελάτες και η Ισαβέλλα με βοηθούσε. Μια φορά το είχε κάνει και έγινε συνήθειο μετά. Έτσι είχαμε πιάσει και τις πρώτες μας κουβέντες, θυμάμαι, που έγιναν μετά ολάκερες εκ βαθέων συζητήσεις καθώς κατεβαίναμε την Φωκίωνος Νέγρη ίσαμε την Πατησίων, κει στο πρώτο φως του πρωϊνού ήλιου, για να πάρει ο καθένας ταξί για το σπίτι του.
Η Ισαβέλλα –Γιάννη μου είχε πει την είχανε βαφτίσει σε μια εκκλησιά στο χωριό της στην ορεινή Αρκαδία- ήθελε να φύγει από την χώρα. Μάζευε λεφτά. Έκανε μαθήματα Ιταλικών και σκόπευε να πάει στην Ιταλία. Ήθελε να σπουδάσει ζωγράφος, ήταν το πάθος της. Μάζευε από τα περιοδικά φωτογραφίες της Ρώμης και μου τις έδειχνε. Άνοιγε το τσαντάκι της και έβγαζε διπλωμένα χαρτιά, όπου με κάρβουνο ζωγράφιζε ότι της υπαγόρευε η ψυχή της.
Είχε ταλέντο η Ισαβέλλα.
Σ’ ένα τέτοιο ανοιξιάτικο ξημέρωμα Κυριακής, η Ισαβέλλα πριν χαιρετηθούμε και μπω στο ταξί μου, μου έβαλε στο χέρι ένα διπλωμένο χαρτί και μου ζήτησε να το ανοίξω αφού έφτανα σπίτι. Έβαλα το χαρτί στην τσέπη μου και χαμογελώντας την καλημέρισα· ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλο καλή ξεκούραση.
Όταν το απόγευμα πια ξύπνησα και είπα να βάλω πλυντήριο αδειάζοντας τις τσέπες του παντελονιού μου, βρήκα το χαρτί της Ισαβέλλας.
Το άνοιξα και είδα την ζωγραφιά της.
Ένα πεζόδρομο είχε ζωγραφίσει με κάρβουνο, με δέντρα δεξιά κι αριστερά, και στο βάθος του δυο ψηλές ανθρώπινες φιγούρες να απομακρύνονται περπατώντας με την πλάτη γυρισμένη. Μία αντρική φιγούρα και μία γυναικεία με καρέ μαλλί, να τραβούν στο πρώτο φως του ήλιου κάτω, για την Πατησίων.
Δεν την ξαναείδα από τότε, ποτέ ξανά την Ισαβέλλα. Με την ψυχή μου όμως την φαντάζομαι -ακόμα και τώρα- λυγερή κι αγέραστη να ζωγραφίζει ακουαρέλες και χαρτάκια στα σοκάκια της Ρώμης και να χορεύει ξέφρενα κάθε Σάββατο, μέχρι πρωίας, σε κάποιο από τα μπαρ της.
Κι έτσι τώρα, εδώ στην Καποδιστρίου κάνοντας στάση για να πάρω μιαν ανάσα, αποχαιρέτισα την Ισαβέλλα. Τα τακούνια της στο πεζοδρόμιο ακούστηκαν σαν κλακέτες γρήγορες κι ανάλαφρες, μέχρι που χάθηκαν.

Photo by Andrey Strizhkov on Unsplash

Αγκαζέ με την Κορίνα και τη Μαίρη, συνεχίσαμε, με βηματισμό πιο αργό τώρα, την ανηφόρα.
Με την Μαίρη πιάσαμε τη συζήτηση στο νου μου μέσα.
«Θυμάσαι τα μπιφτέκια;» με ρώτησε περιπαικτικά.
«Ξεχνιούνται τα μπιφτέκια!» της απάντησα αμέσως εγώ και μαζί σκάσαμε στα γέλια.

Η Μαίρη δεν έβαζε τις γόβες της στο πεζοδρόμιο. Μόνο σα χρειαζόταν να πάει από πελάτη σε πελάτη, κι αυτό όχι για πολύ, αλλά ίσαμε να βρει ταξί!
Η Μαίρη ήταν ξανθιά, λεπτοκαμωμένη· ήταν η χαρά της ζωής και η χειρότερη μαγείρισσα!
Η Μαίρη ήταν call – girl.
Τυχαία είχαμε γνωριστεί σε κάποια κοινή παρέα. Είχαμε γίνει φίλοι αμέσως· ειδικά, όταν μου έκανε και τον αστρολογικό μου χάρτη και διεπίστωσε ότι ταιριάζουμε πολύ, ότι είμαστε αδελφές ψυχές σ’ αυτόν τον κόσμο.
Είχε μανία με τα ζώδια η Μαίρη. Αυτά τα λίγα που κατέχω για τα μυστήρια δεσίματα των πλανητών, από εκείνη τα γνωρίζω.
Δούλευε σκληρά η Μαίρη και σπούδαζε αστρολογία σε αστρολόγο διάσημη της εποχής. Με δισταγμό μου είχε πει θυμάμαι, τον τρόπο που βγάζει λεφτά. Εμένα καθόλου δεν μ’ ενδιέφερε, βλέπεις, η Μαίρη είχε την πιο όμορφη ψυχή ανθρώπου.
Με έβλεπε έτσι ψηλό κι αδύνατο και στεναχωριόταν που ξημεροβραδιαζόμουνα κι εγώ στις διάφορες δουλειές μου τότε, για να βγάλω το μεροκάματο!
Έφτιαχνε τα πιο σκληρά κι άνοστα μπιφτέκια, που βάζει ο νους σου, κι ανάγκαζε τον Σήφη το αγόρι της να μου τα φέρνει στην δουλειά για να τα τρώω, να παίρνω δύναμη.
Κι όταν έβρισκα χρόνο λεύτερο εγώ, και πήγαινα σπίτι τους για καφέ σαν άνοιγε την πόρτα και μ’ έβλεπε μού ’λεγε:
«Πως είσαι έτσι έρμο μου; Όλο μύτη και κόκκαλα. Σα για να λιποθυμήσεις!» κι έτρεχε στην κουζίνα, έβγαζε κι άλλα μπιφτέκια και μού στρωνε τραπέζι για φαΐ, όσο εκείνη κι ο Σήφης μου λέγανε τα νέα τους.
Τα χειρότερα ίσως μπιφτέκια της ζωής μου, από την πιο γνοιαστικιά μου φίλη.
Δυο χρόνια μετά τη γνωριμία μας, η Μαίρη κι ο Σήφης παντρευτήκανε και φύγανε για την Κρήτη.
«Δεν θα σε ξαναδώ…» μου είχε πει την τελευταία φορά που την είχα δει στο Blue Cafe στην Πατησίων, «φεύγουμε για Κρήτη, θα κάνουμε οικογένεια με τον Σήφη. Έχω μαζέψει λεφτά πολλά τώρα, θα ξεκινήσουμε νέα δουλειά εκεί. Να τ’ αφήσω όλα πίσω μου, θέλω…. Καταλαβαίνεις;»
«Ναι…» της έγνεψα εγώ. Καταλάβαινα.
«Θα με συγχωρέσεις ποτέ; Με είχε ρωτήσει.
«Όχι!” της είχα απαντήσει.
«Γιατί;» πόνεσε εκείνη.
«Γιατί θα μου λείψουν τα μπιφτέκια σου!» της είχα πει εγώ, στενάχωρα.
Στα γέλια είχαμε σκάσει και είχαμε χωριστεί.
Δεν είχα νέα της ποτέ.
Τις γόβες της ακούω να ξεμακραίνουν στο πεζοδρόμιο και είναι πια τα τακούνια μιας μεσόκοπης γυναίκας, που έκανε παιδιά και άφησε την περιφέρειά της να μεγαλώσει, να γίνει μεσόγεια και ίσως τα ξανθά της μαλλιά να γκριζάρουν….

Photo by Wesley Mc Lachlan on Unsplash

Στο δρόμο τώρα μόνοι μένουμε, η Κορίνα κι εγώ.
Στρίβουμε δεξιά βγαίνοντας από την Καποδιστρίου και χανόμαστε μέσα στις γειτονιές για να κυκλώσουμε και να επιστρέψουμε σιγά – σιγά στο σπίτι. Ήδη ο κόσμος ξυπνά για τα καλά και τα παντζούρια στις πολυκατοικίες ανοίγουν με θόρυβο. Αμάξια μας προσπερνούν και από το βάθος κάπου ακούγεται η καμπάνα της Παναγιάς της Μαρμαριώτισσας, που καλεί τους πιστούς στην Κυριακάτικη λειτουργία.

«Είσαι καλά;» με ρωτά η Κορίνα.
«Καλά είμαι» της απαντώ με βεβαιότητα.
«Να προσέχεις με την μηχανή» μου λέει, «θυμάσαι τότε….»
«Μην ανησυχείς» την καθησυχάζω, «οδηγώ αμάξι τώρα…»

Ξημερώματα την είχα γνωρίσει και την Κορίνα, στην Σόλωνος … κοντά στο ύψος με την Μαυρομιχάλη.
Την δεκαετία του ενενήντα κάποια σημεία της Σόλωνος ήταν πιάτσα.
Οδηγούσα το κλασσικό HONDA μπλε στρογγυλοφάναρο «παπί» που όλοι ξέρουμε. Έμενα Λυκαβηττό τότε κι επέστρεφα από ένα μαγαζί που δούλευα πίσω από το Καλλιμάρμαρο.
Χειμώνας, μουσκίδι οι δρόμοι από τις βροχές. Σε ηλίθιο κι άστοχο δυνατό φρενάρισμα, προκειμένου να πάρω μια κλειστή στροφή είχε στραντζάρει το μηχανάκι και είχα βρεθεί πλατύς – φαρδύς στο δρόμο με το δίτροχο πάνω μου –και αφού είχα κυλιστεί για αρκετά μέτρα.

Περαστικοί, ξενύχτηδες, πολλοί κείνο το ξημέρωμα της Κυριακής, που έβγαιναν από τα μαγαζιά και την διασκέδαση κι επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Κανένας δεν έτρεξε να βοηθήσει! Κανείς από κείνους τους έντιμους ανθρώπους!
Πεσμένος στην άσφαλτο, προσπαθούσα να βγάλω το μηχανάκι από πάνω μου, να απεγκλωβίσω τα πόδια μου, να σηκωθώ, όταν άκουσα βιαστικά τακούνια να με πλησιάζουν τρέχοντας, στο δεξί πεζοδρόμιο της Σόλωνος.
Χωρίς να το καταλάβω στη ζαλάδα μου μέσα, κάποιος μετακίνησε από πάνω μου το δίτροχο και με σήκωσε από το δρόμο. Τα αυτοκίνητα ξυστά περνούσαν από το κεφάλι μου στην άσφαλτο.
Μια γυναίκα με κάθισε στα σκαλιά από την πολυκατοικία στο νούμερο 128 και άρχιζε να με ψηλαφίζει για να δει αν έχω σπάσει τίποτε.
Ήταν η Κορίνα, που έκανε πιάτσα λίγα μέτρα πιο κάτω και τα είχε δει όλα.
Η μόνη που είχε τρέξει σε βοήθεια.
Επέμενε να με πάει στο νοσοκομείο όσο μου τίναζε τα ρούχα από τα νερά και τις λάσπες. Ήθελε να με πάει για ακτινογραφίες, να είναι σίγουρη ότι είμαι καλά.
Την είχα διαβεβαιώσει ότι είμαι όλος εντάξει, με εξαίρεση ίσως τα μεριά και τον πισινό μου, που αύριο θα είχαν ένα χρώμα σκούρο μωβ!
Είχαμε γελάσει τότε με την καρδιά μας.
Την είχα ευχαριστήσει ειλικρινά, είχα ανέβει ξανά στο μηχανάκι και είχα φύγει.
Από τότε και κάθε ξημέρωμα κείνου του χειμώνα, όποτε περνούσα από κει και την πετύχαινα στη γωνιά της, σταμάταγα το μηχανάκι, κοντοστεκόμουν κι ανταλλάσσαμε δυο απλές ανθρώπινες κουβέντες. Για να την ευχαριστήσω που μ’ είχε βοηθήσει της είχα πάει λουλούδια, θυμάμαι! Είχε συγκινηθεί πολύ. Βουρκώσει είχαν τα καστανά της μάτια.
Τελειώνοντας κείνος ο χειμώνας –το 2001 ήταν, αν με ρωτάς- η Κορίνα είχε γίνει άφαντη από την πιάτσα! Είχα ανησυχήσει και όταν πια βρήκα το θάρρος και ρώτησα κάποια από τις άλλες κοπέλες, τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά.
Κείνο το ξημέρωμα που έμαθα για την Κορίνα, είχα γυρίσει το μηχανάκι και είχα κατευθυνθεί για Κολωνάκι. Στα σκαλιά του Αγίου Διονυσίου είχα καθίσει μέχρι που ξημέρωσε ο Θεός για τα καλά τη μέρα και άνοιξε ο νεωκόρος την εκκλησία.
Στο ναό μπήκα και προσευχήθηκα· κι άναψα κερί για την Κορίνα, που ήταν η μόνη που είχε τρέξει, που με είχε βοηθήσει…

Στρίβω τώρα στην Περικλέους και φθάνω κοντά στο σπίτι.
Γυρίζω το κεφάλι μου πίσω και βλέπω την Κορίνα να κοντοστέκεται λίγα μέτρα πιο μακριά.
«Να φεύγω κι εγώ, ώρα είναι…» μου λέει, «να προσέχεις με το αυτοκίνητο!»
Της χαμογελώ με το μυαλό και τις σκέψεις μου!
«Σ’ ευχαριστώ για τότε…» της στέλνω με την σκέψη.
«Χαζέ!» μου απαντά αθώα κι ακούω τα τακούνια της να τρέχουν, όπως τότε στη Σόλωνος.
Έφυγε και η Κορίνα, πάει…

Βγάζω τα κλειδιά από την τσέπη μου και μπαίνω στην πολυκατοικία· ο ήλιος έξω ρίχνει έντονο, σκληρό φως στα πεζοδρόμια αυτού του κόσμου.

Πρόσφατα

Πάντα είχα τη ρομαντική ιδέα της αλλαγής του κόσμου…

Πάντα είχα τη ρομαντική ιδέα της αλλαγής του κόσμου....

Κεφάλας Ηλίας, Λόγος για την αβεβαιότητα

Γυρίζωκαι είμαι σαν ένα ρούχο παλιόφαγωμένο από μέσα.Κρύες ανάσες...

Η ευθανασία του Γορίλα και η βιοηθική…

Η ευθανασία του Γορίλα και η βιοηθική...Γεννήθηκε στο χαλάκι...

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε…

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπεΣταματά ο χρόνος;...

Social Media

Newsletter

Δημοφιλή

Ρόδα η ζωή…

Δεν τους είχα δει σε δράση. Δεν ήξερα καν...

Τα σύννεφα τ’ ουρανού μας…

Τα σύννεφα τ' ουρανού μας, πολυαγαπημένα, μοναδικά, διαφορετικά κάθε φορά. Λόγια και φωτογραφίες από στιγμές έκρηξης ομορφιάς!

Εγώ είμαι εσύ…

Εγώ είμαι εσύ, μού είπεςΚαι συ εγώΚι όταν μιλήσουν...

Γόρδιοι δεσμοί η ζωή μας…

Η πλειοψηφία έχει ένα γνήσιο ταλέντο, έχει αυτό που...

Η Αθηνά Χιώτη στο elpis calling…

Η Αθηνά Χιώτη στο elpis callingΔεν είναι μόνο τα...
Βασίλης Κασσάρας
Βασίλης Κασσάρας
Ο Βασίλης Κασσάρας γεννήθηκε το 1974. Μεγάλωσε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, ζει στην Αθήνα και ελπίζει κάποτε να μετακομίσει μόνιμα στο νησί των Κυθήρων, όπου περνά τα καλοκαίρια του, εξασκώντας τα δύο πράγματα που από παιδί αγαπούσε: να κάνει όνειρα πλάθοντας δικούς του κόσμους και να τους ενσαρκώνει με τη μεταφορά τους στο χαρτί. Ως συγγραφέας έχει εκδώσει τα βιβλία «Μοίρες» (εκδόσεις Πηγή) και «Μάμουσα, η φωνή της σιωπής» (εκδόσεις ΕΞΗ). Για ποιήματά του έχει λάβει τιμητική διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Σπούδασε δημοσιογραφία και σεναριογραφία. Αναζητά χρόνο, ώστε να φροντίσει περισσότερο το «παιδί μέσα του» και για να διαβάζει -ως φανατικός αναγνώστης- περισσότερα βιβλία…

Πάντα είχα τη ρομαντική ιδέα της αλλαγής του κόσμου…

Πάντα είχα τη ρομαντική ιδέα της αλλαγής του κόσμου. Πάντα ήθελα να δω τη ρομαντική πλευρά των ανδρών στα πράγματα τα καθημερινά, στο χειρισμό...

Κεφάλας Ηλίας, Λόγος για την αβεβαιότητα

Γυρίζωκαι είμαι σαν ένα ρούχο παλιόφαγωμένο από μέσα.Κρύες ανάσες με διαπερνούνκαι με μουσκεύει μια παλιά βροχήΑπό πού αρχίζει και πού τελειώνειο κόσμος;Απέραντα χωράφια υγρά...

Η ευθανασία του Γορίλα και η βιοηθική…

Η ευθανασία του Γορίλα και η βιοηθική...Γεννήθηκε στο χαλάκι της κουζίνας ένα κρύο βράδυ Φεβρουαρίου, το 2011. Είχε εφτά αδέρφια. Ήταν προστατευτικός ως ο...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Discover more from Elpis Calling

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading