Στα σίδερα μιας φερ φορζε καρέκλας
Στο τέλος δε θα χουν δέντρα, κορμούς κορμιά να γατζώνονται περιμένοντας την αλλαγή τους. Θα αφήνουν τον παλιό τους εαυτό στα σίδερα μιας φερ φορζε καρέκλας τα καυτά μεσημέρια ενός Ιούλη και ο άλλος, ο νέος, κάπου θα περιμένει, παρατηρώντας σκεπτικός με τα πέντε μάτια του τον κόσμο που συνεχώς αλλάζει…
Και τι να σκέφτεται άραγε κοιτάζοντάς μας; Τη ζωή του; Τη δική μας; Τις στιγμές που περνούν και χάνονται, σβήνουν όπως αυτός όταν αφήνει το αποτύπωμά του στον κόσμο; Ήμουν και γω εδώ και πέρασα.. Μη με ξεχάσεις.
Στα σίδερα θ’ αρχίσουμε να πιανόμαστε στο μέλλον, πού κορμοί να αγκαλιάσεις; Θα έχει μείνει τίποτα; Θα έχει μείνει κάτι που να θυμίζει ομορφιά, ζωή και μέλλον, τα παιδιά θα έχουν κάπου να καθίσουν, να κόψουν το φρούτο, να νιώσουν τη μυρωδιά, ν’ ακούσουν το θρόισμα των φύλλων;
Φτωχαίνουμε!
Φτωχαίνουμε. Λιγοστεύουμε. Απ’ όλα αυτά που σημαίνουν παράδεισο φτωχαίνουμε, χάνουμε ένα ένα τα κομμάτια μας, αφήνουμε τους άλλους να μας καταστρέφουν, αφήνουμε όσα πιστεύουμε και αγαπάμε για κάτι αόριστο που δεν μπορούμε να πολεμήσουμε.
Λυγίζουμε. Λυγίζουμε στα βάρη μας. Στον κόσμο που παραπαίει αφηνόμαστε, στον κόσμο της αγάπης δεν ξέρουμε να σταθούμε, είναι πιο εύκολος φαίνεται αυτός της κακίας και του μίσους.
Κολλήσαμε σε λέξεις που δεν αρέσουν πια, μα έχασαν το νόημά τους και οι βασικές μας. Ας κοιτάξει μέσα του ο καθένας να τις βρει, να τις θυμηθεί, να παίξει λίγο μαζί τους, να καταλάβει γιατί κάποτε είχαν να πουν κάτι και τώρα όχι, μόνο να κοιτάξει και να ακούσει τη φωνή της ψυχής του, αν έχει ακόμα ψυχή!
Αν έμεινε ακόμα ψυχή θα βρει την άκρη!