Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε
Σταματά ο χρόνος; Κλονίζεται; Διαστέλλεται; Κινείται σε ευθεία γραμμή; Στέκει και δέχεται τις πορείες μας; Απορροφά στιγμές και τις κρύβει; Τις κρατά και τις εμφανίζει ξανά; Λυγίζει πίσω από χαμένες σχέσεις, ανθρώπους, λόγια και εικόνες, ζευγάρια μπερδεμένα, ανθρώπους που έμειναν μόνοι; Φυλάσσει σε κουτιά όσα έγιναν για πάντα; Τα φυλάσσει και τα εμφανίζει ξανά σε ανύποπτη στιγμή; Τί κάνει ο πανδαμάτωρ και το μυαλό αρνείται να εγκαταλείψει τις μνήμες; Ποιός είναι αυτός που νικά τα πάντα; Τα νικά αλήθεια; Πώς κερδίζει την ίδια στιγμή που φαίνεται να χάνει, να μένει γυμνός μπροστά στην αλήθεια των πραγμάτων;
Δεν κατανόησα ποτέ τη διάστασή του, το μέγεθος το πραγματικό, αυτό που υπάρχει μπροστά μας πάντα με ακατανόητα νούμερα, αριθμούς και μέρες, μήνες και χρόνια. Δεν κατάλαβα τί σημαίνει «περνά ο χρόνος», «πέρασε ο χρόνος».. Και τί με αυτό; Χάθηκε; Χάθηκαν όλα; Τίποτα δε χάνεται κι όλα είναι εδώ. Πώς γίνεται να σβήσουν όσα μας έφτασαν στο σήμερα;
Τυχεροί αυτοί που τους χαρίζεται. Άλλοι χαρίζονται σε αυτόν και παρακαλούν για λίγη φροντίδα. Κι άλλοι πεθαίνουν γι αυτόν. Κλείνεις τα μάτια και βλέπεις τις χαρακιές της μνήμης, σαν τις νεροσυρμές που αφήνουν ίχνη ενός διάφανου περάσματος, καμιά φορά και λασπωμένου, με πέτρες και χώματα και άμμο. Πώς κάνει κανείς κουμάντο στη δύναμή του; Είναι σα να προσπαθείς να βάλεις το νερό στ’ αυλάκι, λες κι αυτό δε θα βρει τρόπο να περάσει από κάτω να ποτίσει όλο το χώμα!
Ποιός είσαι χρόνε τελικά; Πού κρατάς αυτά που ζουν ακόμα; Πού κρατάς αγάπες, χωρισμούς, πού κλειδώνεις τόσα δάκρυα και πόνο; Πού κρύβεις τις χαρές;
……
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε·
δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου,
από την πύρα του ήλιου πάνω στον ασβέστη,
από το ατέρμονο φιλί,
να βγάλεις έναν αιώνα·
με θόλο για την ομορφιά
και την αντήχηση όπου σου φέρνουν οι άγγελοι
μες στο πανέρι, τη δρόσο από τους κόπους σου,
όλο φρούτα στρογγυλά και κόκκινα·
τη στενοχώρια σου, γεμάτη πλήκτρα
που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο
ή σωλήνες ορθούς που τους φυσάς καθώς αρμόνιο
και βλέπεις να συνάζονται
τα δέντρα σου όλα, δάφνες και λεύκες,
οι μικρές και μεγάλες Μαρίες
που κανείς, πάρεξ εσύ, δεν άγγιξες·
όλα μία στιγμή,
όλα η μόνη σου αστραπή
για πάντα.
Η άμμος που έπαιξες όπως με τη ζωή σου,
η Τύχη και τα στέφανα
που άλλαξες με την παντοτινή σου άγνωστη,
ο καιρός, ο ανίσχυρος εχθρός,
αν έχεις κατορθώσει μια για πάντα,
ολόισια, ν’ ατενίσεις το φως!
είναι η μία στιγμή,
σθεναρή πάνω από τα βάραθρα.
Οδυσσέας Ελύτη, Η ισόβια στιγμή