Οι πυρκαγιές, η Αμάλθεια, η Αριάδνη, η Αλκυόνη αλλά κυρίως η Αμαρυλλίς!
Τελευταίες ετούτες οι μέρες στο νησί.
Σα να τέλειωσε κι οριστικά ο χρόνος τώρα, μαζί λες μ’ αυτές τις καλοκαιρινές ανάσες.
Ανάσες.
Διακοπές.
Τελειώνουν.
Αρχίζουν με καρδιά βαριά κι αναγκαστικά οι άλλες μέρες. Οι καθημερινές. Κείνες με τη δουλειά, τα τηλεφωνήματα, τα μέιλ, τους πελάτες. Κείνες με την κίνηση στους δρόμους, τη φασαρία, τα τσιμέντα… Μια σύγχυση όλα.
Στην παραλία κατέβηκα για τελευταία φορά, φέτος. Να χαιρετήσω ήθελα. Το αυτοκίνητο πάρκαρα στο πλάι του δρόμου κλείνοντας το ραδιόφωνο, που απαριθμούσε πυρκαγιές.
Απολογισμός.
Διέταξα τ’ αυτιά μου να ξεχάσουν τα πύρινα ρεπορτάζ με τις κλισέ λέξεις. Άνθρωποι και περιουσίες, δασικός πλούτος και πανίδα καίγονται και οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν ακόμα την έκφραση «πύρινη λαίλαπα»…
Αναγουλιάζω.
Βγήκα από το αυτοκίνητο και κατέβηκα στην παραλία, για να χαιρετήσω· την θάλασσα και την άμμο· την απεραντοσύνη και το αμέτρητο.
Παιδί των βουνών εγώ, πώς δέθηκα με την θάλασσα… δεν ξέρω!
Δεν ξάπλωσα στη σκιά της ομπρέλας σήμερα. Όχι. «Καταηλιού και κατάχαμα» κάθισα, όπως θα τό ’λεγε και η μάνα μου.
Να λουστώ με φως θέλω, να έχω απόθεμα για τις γκρίζες μέρες.
Με θάλασσα, άμμο και ήλιο ταυτίστηκα ξανά.
Με γαλάζιο, άπειρο και φως.
Να έχω, να πορεύομαι.
Μια οικογένεια πιο πέρα παίζει ήρεμα φτιάχνοντας πυργιά στην άμμο.
Μάνα, πατέρας και τέσσερις κόρες.
«Δύσμοιρε», σκέφτομαι για τον πατέρα, «σε έπνιξε η κιλότα…»
Δεν στήνω αυτί, αλλά αναπόφευκτα ο αέρας που έχει γεύση στάχτης σήμερα, μου φέρνει ακάλεστα τα ονόματα των κοριτσιών, καθώς τα φωνάζουν οι γονείς τους.
Αμάλθεια, Αριάδνη, Αλκυόνη κι Αμαρυλλίς.
Ποιος βγάζει τα παιδιά του με τέτοια ονόματα; απορώ, κι όλα να ξεκινούν με «Α»…
Δύσκολα ονόματα. Τα πεθερικά φαίνεται θα πικράθηκαν πολύ· κανείς δεν θ’ άκουσε το όνομά του…
Αμάλθεια, Αριάδνη, Αλκυόνη κι Αμαρυλλίς. Κάστρα φτιάχνουν στην άμμο.
Τι να πεις… η λογική μου υπαγορεύει πως είναι μάταιο… και το τραγούδι επίσης, τα ίδια λέει: είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια…
Με τα μικρά τους χέρια παίρνουν κομμάτια αμμουδιάς και τα μορφοποιούν. Βοηθά κι ο πατέρας.
Πυργιά φτιάχνουν στην άμμο.
Άσχημο διακρίνω το τελικό τους αποτέλεσμα, μα το διασκεδάζουν πολύ.
Άσχημο κάστρο, αλλά κάστρο.
Τη θάλασσα να χαιρετίσω ήλθα, αλλά το μυαλό μου είναι κολλημένο στις πυρκαγιές. Κι ο λαιμός μου κολλάει κι αυτός από φλέματα στάχτης.
Να φτύσω θέλω, αλλά δεν έχω μπροστά μου τώρα, αυτούς που τ’ αξίζουν.
Τα ονόματα των κοριτσιών σκέφτομαι ξανά.
Αμάλθεια, για την αφθονία σ’ ένα χειμώνα όπου δεν ξέρουμε τι θα μας εύρει.
Αριάδνη, για να τυλίγουμε το μίτο, να μην χάνουμε το δρόμο.
Αλκυόνη, γιατί δεν μπορεί, πάντα υπάρχουν καλές μέρες μέσα στη βαρυχειμωνιά.
Η Αμαρυλλίς, μου έμεινε άλυτη, αναπάντητη, αιωρούμενο ερωτηματικό.
Σηκώθηκα και μάζεψα τα λιγοστά μου πράγματα από την παραλία, μαζί μ’ αυτά πήρα στην ψυχή μου όσα μπορούσα.
Μαζεύω τα κομμάτια μου και τις δυνάμεις μου κι όση έχω ανθρωπιά.
Μάζεψαν τα μάτια μου γαλάζια αρμύρα, οι φούχτες μου άμμο χιλιόσπυρη και η καρδιά μου ήλιο καλοκαιρινό.
Τα ρουθούνια μου ακόμα μαζεύουν στάχτη.
Πικρά πνευμόνια… βαρύς χειμώνας έρχεται.
Μπήκα στο αυτοκίνητο κι άνοιξα ξανά το ραδιόφωνο. Η Ελλάδα καίγεται. Βάζω μπροστά και κινώ για το μοναστήρι της Παναγιάς, στο βουνό ψηλά. Παιδί των βουνών είμαι τελικά κι έχω μια προσευχή να κάνω.
Πριν όμως, αναζητώ στο κινητό μου και στο ίντερνετ το όνομα «Αμαρυλλίς» και τη σημασία του.
Το αποτέλεσμα εμφανίζεται αμέσως· Αμαρυλλίς: από το αρχαίο ελληνικό ρήμα αμαρύσσω (ακτινοβολώ), σημαίνει “αυτή που λάμπει, ακτινοβολεί”.
Ίσως υπάρχει ελπίδα, αναλογίζομαι κι όσο οδηγώ ανηφορικά ίσαμε την Παναγιά, σκέφτομαι τον χειμώνα της ανθρωπιάς μας, που απλώνεται βαρύς μπροστά μας.