Ανοίγω φως, κλείνω φως, ανοίγω ντουλάπα, κλείνω ντουλάπα, ανοίγω, κλείνω πόρτα, ανοίγω, κλείνω, κλειδώνω, ξεκλειδώνω, αφήνω τσάντα, ξεχνώ, επιστρέφω για μια γουλιά νερό, παίρνω βαθιά ανάσα, ξανά την τσάντα στον ώμο, κινητό, κλειδιά, γυαλιά, ανοίγω, κλείνω κι αναρωτιέμαι πως πέρασε ο καιρός κι έφτασα ως εδώ με μόνο μιαν ελπίδα. Λογικά πρέπει να είμαι πολύ γενναία. Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα αλλάζουν οι καταστάσεις και πρέπει να αντιμετωπίσω θέματα που ποτέ δε σκέφτηκα από τη μια στιγμή στην άλλη.
Εκείνο το έχε στόχο, βάλε στόχο, βρες κάτι ν’ αγαπάς, βρες κάτι να σου αρέσει, κάνε κάτι δημιουργικό.. χάθηκαν αυτά στην πορεία, έγιναν φόβος, έγιναν καταπίεση. Η προτροπή δεν έμεινε ακέραιη ούτε στο ελάχιστο, μόνο ιδέες μικρές έμειναν, ιδέες που γυροφέρνουν κάθε μέρα στο μυαλό μου, μα προοπτική αυτό δεν το λες, ούτε εξέλιξη.
Η ιστορία γράφει ακόμα κεφάλαια που τα περισσότερα είναι για γέλια, κλείσε την τηλεόραση για κάποιους μήνες και άνοιξέ την ξανά, θα δεις ότι δεν άλλαξε τίποτα, εκτός από κάτι καταστροφές και ακόμα περισσότερους θανάτους. Όλα τα υπόλοιπα παρέμειναν ίδια, τόσο γελοία ίδια!
Οι πολιτικοί θέλουν να πιστεύουν πως αλλάζουν, ότι είναι άλλοι ή έγιναν κάτι άλλο μα το στυλ δεν αλλάζει τον άνθρωπο, ίδιοι απαξιωμένοι θεσμοί, λόγια αντιγραφή που δεν έχουν καμιά λογική ερμηνεία και ξεθωριασμένες ιδέες χιλιοειπωμένες, που δεν έχουν κι αυτές πια καμιά πρακτική αξία, ούτε νόημα.
Στην αντίπερα όχθη υπάρχουν ακόμα μερικοί πολίτες ενεργοί, δραστήριοι, αλληλέγγυοι, οι υπόλοιποι ανενεργοί, κουρασμένοι κι απελπισμένοι, μερικοί φοβικοί, δεν είδαν τον ήλιο ν’ ανατέλλει, ούτε τη δικαιοσύνη να εργάζεται γρήγορα και ν’ αποδίδει τα σωστά, τα λαμόγια παντού με το πόδι πάνω στο γραφείο κι η μπόχα απλώνεται για κακή μας τύχη, ακόμα και κει που έλεγες πως δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσει.
Και τα μισά μένουν μισά. Κι ο κόσμος, λέει, προοδεύει.
Ξέχασα μ’ όλα αυτά να ανακαινίσω τα μαύρα μου κουτιά, να τα κουνήσω λίγο, να τα ξεσκονίσω, για να τ’ ανοίξω ούτε λόγος και να τα βάλω ξανά στη θέση τους. Θα μου πεις και με το δίκιο σου, τί να τα κάνω; Άλλωστε και που τα έχω, δεν άλλαξε ως τώρα κάτι! Μόνο που τα γεμίζω, τα γεμίζω και δεν ξέρω πότε θα είναι η κακή τους ώρα που θα σκάσουν και θα πεταχτούν από μέσα χιλιάδες στοιχειωμένες μισοτελειωμένες σκέψεις. Εκεί μου είπε κάποιος να τοποθετώ όλα τα άχρηστα και τα ασήκωτα, για να αδειάζει ο σκληρός μου ο δίσκος, μη σκάσω η ίδια.
Μέσα εκεί είναι όλα, όσα θυμάμαι εκεί είναι, υπάρχουν και τ’ άλλα που έχω ξεχάσει, όλα σε λήθαργο και δεν έχει υπάρξει ακόμα εποχή που θα μου τα ξυπνήσει! Ζουν εκεί όνειρα απραγματοποίητα και συναισθήματα, υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι, ψυχές και σώματα, οι χαμένες προσδοκίες και ό,τι μπορεί ν’ αντέξει μέσα σ’ ένα μαύρο κουτί.
Εκεί υπάρχουν όλα, τα δρομολόγια που έγιναν και ‘κείνα που δεν πραγματοποιήθηκαν, οι αποφάσεις και οι υποσχέσεις, οι δικαιολογίες, Θεέ μου πόσες δικαιολογίες, τα σμιξίματα κι οι χωρισμοί, τα σκαμπανεβάσματα, οι μαύρες ώρες, οι δύσκολες μαύρες ώρες, οι εντολές, οι καταμετρημένες στιγμές μοναξιάς. Εκεί υπάρχουν όλα, απέλπιδες προσπάθειες για νέα ξεκινήματα, εκεί οι ιδέες του τι ακόμα μπορώ να μάθω για να προκόψω, εκεί οι συμπόνιες και οι απέχθειες, εκεί τα λόγια τ’ άσχημα και οι μανούβρες της λογικής, εκεί και οι προδοσίες.
Δεν πρόλαβα να τα ταξινομήσω βέβαια, θέλει δουλειά αυτό αλλά πρέπει, γιατί ορμούν με φόρα κι αφήνουν εκκρεμότητες τακτοποίησης, μα κάποια μέρα θα τ’ αριθμήσω και θα τα διαγράψω, αν και δεν είμαι σίγουρη ούτε γι’ αυτό, δεν μου είπε κι εκείνος ο φίλος τι γίνεται με τη διαγραφή, μπορώ δεν μπορώ.. θα κάνω λέω την προσπάθεια και θα δείξει, γιατί που να τον βρω τώρα να τον ρωτήσω, τον πήρε κι αυτόν ο χρόνος!
Θέλω πίσω το σχοινάκι που έπαιζα, το ποδήλατο, το λάστιχο και τις ρακέτες, θέλω τη μαμά μου καθισμένη στη γωνιά της να κεντάει και τον πατέρα μου να μουρμουρίζει μια ψαλμωδία μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Τον καφέ τους στο τραπεζάκι και την επίσκεψη της γειτόνισσας να μας φιλέψει ένα πιάτο μουσταλευριά.
Χωρίς πίσω άλλες σκέψεις, χωρίς ύπουλες επιθέσεις σεναρίων και κατευθυνόμενων άλλων φόβων. Αυτό θέλω και τίποτα περισσότερο. Άντε κι ένα σοκολατάκι. Και το παξιμάδι της γιαγιάς με ένα κομμάτι τυρί. Και να ξαναδώ τα ζαρωμένα χεράκια της να φτιάχνουν τον κότσο στροφή τη στροφή, τσιμπιδάκι το τσιμπιδάκι, φουρκέτα τη φουρκέτα.
αχ ρε Ελπιδάκι….Υπέροχο!
Υπέροχη εσύ!…