Κοντά εκατό…
Κοντά εκατό… Γέννηση και θάνατος τα μόνα δεδομένα της ύπαρξης και το ενδιάμεσο διάστημα, ζωή λέω πως είναι, με τα καλά και τ’ άσχημα. Όλοι κάποια στιγμή πρέπει να διαχειριστούμε θανάτους δικών μας, αγαπημένων, φίλων, συνανθρώπων, κατοικιδίων… Κι αυτή είναι μια δύσκολη κατάσταση, μια διαδικασία βασανιστική. Μια στιγμή που δεν μπορούμε να ξορκίσουμε, ούτε να δεχτούμε, ούτε ν’ αντιμετωπίσουμε και κυρίως ν’ αποφύγουμε.
Δεν υπάρχει εύκολος θάνατος ή εύκολος αποχωρισμός. Μόνο που κάνουμε διακρίσεις στα χρόνια, στην αιτία, στο γιατί. Για τους υπερήλικες λέμε πάντα εντάξει, δεν πειράζει, η ώρα του ήρθε ή έπρεπε να είχε έρθει νωρίτερα κι άλλα πολλά σχόλια, πάντα σε σύγκριση και σχέση με θανάτους νέων ανθρώπων, που τόση ζωή θα μπορούσαν να είχαν ακόμη.
Ο θάνατος όμως ενός παππού συνήθως δε φέρνει λύπη. Αρκετά συχνά φέρνει ανακούφιση. Σχεδόν πάντα ξεχνάμε, ότι αυτός ο παππούς υπήρξε γονιός κάποιου και το παιδί του, θα είναι πάντα ένα παιδί που θα λυπάται. Κι εγώ δεν ήξερα ποιον να πρωτολυπηθώ στο χαμό του δικού μου, σχεδόν αιωνόβιου, παππού. Έκλαψα σα να ήταν δυο φορές μπαμπάς μου κι έκλαψα περισσότερο βλέποντας τον πατέρα μου, που ήδη είναι παππούς, να χάνει το γονιό του και να κλαίει, να λυπάται, γιατί τελικά ο δικός του μπαμπάς πέθανε κι αυτό δεν έχει ηλικία. Να λυπάται και ίσως να φοβάται και για το δικό του θάνατο, ποιος ξέρει…
Όταν ένας μεγάλος άνθρωπος χάνει κάποιον, φοβάται για τη ζωή του, βλέπει πιο κοντά το δεδομένο! Κι αυτό με πόνεσε περισσότερο. Χάνοντας τον παππού, τον τελευταίο από τους παππούδες μου, σκεφτόμουν άλλους θανάτους, που πάντα θα ελπίζω, να έρθουν με τη σειρά, για να κρατήσουμε την ισορροπία.
Εκτός τον ίδιο το χαμό που είναι αδιανόητος, όση ψυχραιμία και να μας διακρίνει ο θάνατος θα είναι πάντα κάτι αφύσικο, παράξενο, δύσκολο να κατανοηθεί και να δεχτεί ο ανθρώπινος νους. Τα λόγια της νεκρώσιμης ακολουθίας τόσο σοφά και αληθινά, τόσο πραγματικά μπροστά στο εξωπραγματικό γεγονός: Ὄντως φοβερώτατον, το τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καί τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός… Εἶναι πράγματι φοβερό το μυστήριο τοῦ θανάτου, τό πῶς ἡ ψυχή βίαια χωρίζεται ἀπό την ἁρμονική της σχέση με το σῶμα καί κόβεται ὁ φυσικός της δεσμός με αὐτό…
Το οριστικό και μόνιμο της κατάστασης είναι ασύλληπτο. Το γεγονός ότι δε ζει πια κάποιος, είναι αυτό που δε συλλαμβάνει το δικό μου μυαλό, το να μην είναι στο τώρα, να μην ανήκει στον εδώ κόσμο, το να τον κοιτώ και να μην αντιδρά, να μην αναπνέει. Πόσοι μηχανισμοί αλήθεια σταματούν αυτό το σώμα και πόσο αγώνα κάνει η ψυχή μέχρι ν’ αποφασίσει ν’ αφήσει τον οίκο της… Οἴμοι, οἶον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καί οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν!… Ἀλίμονο, πόσο ἀγώνα ἔχει ἡ ψυχή ὅταν παλεύει να βγεῖ ἀπό το σῶμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε καί δεν ὑπάρχει κανείς να την ἐλεήσει!.
Έχω χάσει πολλούς αγαπημένους, όλων των ηλικιών και από διάφορες αιτίες. Και κάθε φορά η ίδια αίσθηση, ακόμα και τώρα στο χαμό του παππού. Τί κι αν έζησε πολλά χρόνια, κοντά εκατό; Μα τί σημασία έχει η ηλικία όταν αγαπάμε; Οι άνθρωποι που αγαπάμε δε γερνούν, δε χάνουν το μυαλό τους, δεν πεθαίνουν. Αλλά έτσι μικρούλης που έγινε ένα κουβαράκι, έτσι που το εκατόχρονο κορμί του μάζεψε και συρρικνώθηκε και αγκύλωσε, τα εκατό έχασαν το νόημα και την αξία και τη δύναμή τους. Δεν είχαν τον όγκο, το βάρος και τη διάσταση που έχει ένα κοντά εκατό.. αχ παππού!
… Σε χαιρετώ. Από την ημέρα που γεννήθηκα, έζησες ακόμα όσα τα χρόνια μου σήμερα. Θα σε θυμάμαι με το κοστουμάκι σου, γύρω στα 55, να σ’ επισκέπτομαι στο χωριό και να τρέχεις να μου πάρεις σοκολάτα γάλακτος, εκείνη του Παυλίδη με την πεταλούδα στο περιτύλιγμά της και να με κρατάς απ’ το χέρι κι εγώ να καμαρώνω. Να σε κοιτώ και να σε θαυμάζω, να λέω πόσο όμορφος είσαι και πόσο ταλαντούχος. Να τσατίζομαι στην εφηβεία που έπρεπε καταναγκαστικά να επισκέπτομαι το χωριό για να σε δω και να μη βλέπω πόσο γρήγορα μεγάλωνες και συ μαζί μου. Και μετά τις ώρες συζητήσεών μας επί παντός επιστητού, να έρχεται η στιγμή που δε θυμάσαι, που δεν ξέρεις ποιος ακριβώς είσαι, που δε με γνωρίζεις… δεν ξέρω τι είναι καλύτερο τελικά, να θυμάσαι ή να έχεις ήδη ξεχάσει την ώρα που έρχεται το τέλος…
Οι μυγδαλιές άνθισαν, μα τον αγαπημένο σου τόπο δε θα ξαναδείς, ούτε θ’ ανέβεις τις στροφές του όμορφου Μεραμπέλλου σου. Δε θα μας μαζέψεις ξανά χόρτα ψηλά από τα βουνά, ούτε θα μου δίνεις οδηγίες για τη ζωή. Ζήσε τώρα και συ παππούλη μου όσο θες, νέος κι απαλλαγμένος από το βάρος των χρόνων. Γίνε ξανά παλικάρι!
Καθένας που φεύγει, νέος ή ηλικιωμένος, με πάει ένα βήμα πιο κοντά στο μόνο σίγουρο, στο μόνο σταθερό σημείο της ζωής που είναι ο θάνατος. Όταν κάποιος κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, μού δίνει ένα δυνατό σκούντηγμα ζωής. Παράξενο δεν είναι;
Την απόσταση του μεσοδιαστήματος ως το τέλος λοιπόν, λέω πως οφείλουμε να τιμήσουμε στο έπακρο. Ως εκεί που μπορεί ο καθένας να φτάσει, ας φτάσει πλήρης, ας έχει δώσει αγάπη και αξία στη ζωή τη δική του μα και των άλλων, των υπόλοιπων αγωνιστών… Είναι μεγάλος ο κατάλογος για μια μεγάλη ζωή! Κι αν όλα δεν μπορούν να χωρέσουν στις μικρές και μεγάλες στιγμές μας, δεν πειράζει! Να μην κουβαλάμε και το βάρος των ενοχών, ότι δεν προλάβαμε να πραγματοποιήσουμε ολόκληρη τη λίστα, ε; Εγώ πάντως αυτό θα κάνω.
Πάντα ματαιότης τα ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθών γαρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται… Ὅλα τα ἀνθρώπινα πράγματα εἶναι παροδικά και δεν ὑπάρχουν μετά τον θάνατο, οὔτε τα πλούτη παραμένουν, οὔτε ἡ δόξα μᾶς συνοδεύει. Διότι ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος ὅλα αὐτά θα ἐξαφανιστοῦν.
Έψαξα γη και ουρανό, μια περπατώ και μια πετώ στων δύο κόσμων το κενό να βρω την χαραμάδα
Στα βάθη των ωκεανών ακούω τον ήχο των σεισμών κι από την γη που άνοιξε περνάω στον κάτω κόσμο, να βρω όλα τα χαμένα, ίσως να βρω κι εσένα… (Ορφέας Περίδης, Αχ να σε δω…)