ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ:

Μαθαίνοντας τον εαυτό μας από την αρχή

Μαθαίνοντας τον εαυτό μας από την αρχήΟι περισσότεροι άνθρωποι...

Γκανάκια κρανιδιώτικα και βόλτα στο όμορφο Κρανίδι!

Οι όμορφοι τόποι δίνουν και νόστιμη τροφή, με αγνές πρώτες ύλες της περιοχής και λίγα υλικά. Γκανάκια ή γκάνεζες από το Κρανίδι για τις γλυκές μας απολαύσεις και μια σύντομη βόλτα στον όμορφο τόπο του Νομού Αργολίδας, στην Πελοπόννησο...

Ζωή Καρέλλη, Το ταξίδι των Μάγων

Ζωή Καρέλλη, Το ταξίδι των ΜάγωνΞανάρχεται της Γέννησης η...

Η ξυπολυσιά

Καλοκαίρι άρχισε να μυρίζει δειλά, στη σημερινή γλυκιά ζέστη. Το καταλαβαίνεις κι απ’ το φως του ήλιου, που χρυσίζει πιότερο από κείνο το ψυχρό κι αργυρό που έχει ο χειμώνας. Έτσι αλλάζει το φως σ’ αυτήν τη χώρα, έτσι αλλάζει και η διάθεση στους ανθρώπους.

Σ’ όλους αρέσει το καλοκαίρι, περισσότερο ή λιγότερο στον καθέναν.

Σ’ όλους αρέσει το καλοκαίρι για πολλούς ή και για λίγους λόγους.

Κι αν ρωτήσεις θα σου πουν για την θάλασσα, για τη ζέστη, για το βουνό, για τον περίπατο, για τα κοντομάνικα, για το γλυκό καρπούζι στα ράθυμα μεσημέρια και το δροσερό παγωτό στα γλυκά τους κοραλλένια δειλινά…

Σε μένα όμως, το καλοκαίρι αρέσει για άλλο λόγο. Πιο σπουδαίο αν με ρωτήσεις και μη γελάσεις. Από μικρός είχα συνδυάσει αυτήν την εποχή, μ’ αυτό που περισσότερο με ευχαριστούσε: με την απόλυτη ελευθερία της ξυπολυσιάς! Το καλοκαίρι ερχόταν και μαζί του έφερνε – κι ακόμα φέρνει – την θρασύτατη ελευθερία της ξυπολυσιάς, που με ξιπασιά πολλές φορές περιέφερα στα παιδικά μου πόδια! Απόρησες και ίσως γέλασες λιγάκι, το ξέρω.

Από μικρό παιδί, δε μ’ άρεσε η ‘πόδεση· δεν μ’ άρεσαν τα παπούτσια, ούτε οι κάλτσες τους. Ήθελα πάντα η πατούσα μου ν’ ακουμπά γυμνή στο χώμα και στα τσιμέντα. Με τις πρώτες γλυκές ζέστες, πέταγα τελείως παπούτσια και κάλτσες στο ντουλάπι, για σαγιονάρα ούτε λόγος. Χαρούμενος περπάταγα στα τσιμέντα της αυλής κι άκουγα με απόλυτη ευχαρίστηση –ηδονή σχεδόν- αυτό το χαρούμενο και υπόκωφα γεμάτο “πλαφ – πλαφ” που έκαναν οι παιδικές πατούσες κάθε που ακούμπαγαν τη γη!

Μ’ άρεσε! Να νοιώθω σκληρό και έντονο το δάπεδο στη φτέρνα, κει στο βάδισμα μου πάνω· να το νοιώθω δροσερό κι ανάγλυφο. Το ένοιωθα να με αντιμάχεται με τραχύτητα αλλά και να με καλοδέχεται με την δροσιά του και το ευχαριστούσα γι’ αυτό. Κι όμως, έπρεπε να παλέψω ένα ολάκερο χειμώνα: αφ’ ενός σε υπομονή μέχρι νά ‘ρθει ξανά το καλοκαίρι κι αφ’ ετέρου που σα καλοκαίριαζε, είχαν γίνει οι πατούσες μου άσπρες και μαλακές σα κρέμα, ευάλωτες κι ευαίσθητες. Κι εγώ έπρεπε να τις σκληρύνω πάλι!

Με την πρώτη ζέστη πέταγα στην άκρη –κι ακόμα το κάνω!- παπούτσια και κάλτσες και γυμνοπάτουσος περιφερόμουν σε σπίτι, αυλή και χωμάτινους της γειτονιάς μου δρόμους. Κι έπιαναν τελικά τα κόπια μου τόπο. Σκλήραιναν οι παιδικές μου πατούσες και φτέρνες. Κοκάλωναν από την τριβή τους με το χώμα και μαύριζαν -φορές πλήγιαζαν, αλλά δε με ένοιαζε, το ζητούμενο ήταν άλλο: να αισθάνομαι τη γη, το τσιμέντο και το χώμα. Το ζητούμενο ήταν αυτός ο διάλογος της αφής με το γήινο στοιχείο.

Ας μαύριζαν και σκλήραιναν τα πόδια μου από κάτω, πάντα ήξερα ότι η μάνα μου θα με ευπρεπίσει με την ελαφρόπετρα κει στο μεσημεριανό μου ποδόλουτρο, πριν το μεσημεριανό μου ύπνο στα δροσερά σεντόνια.

“Κατσιβελάκι έγινες και βρωμοποδαράς!” μου έλεγε περήφανη εκείνη –της ξυπολυσιάς και η μάνα, με καταλάβαινε! “Έλα να γίνεις άνθρωπος, ένας ωραίος κύριος!” τόνιζε κι έτριβε τα πόδια μου μες τη λεκάνη με το πράσινο σαπούνι, να μαλακώσουν· και σαν έβρισκε αφαιρούσε ακίδες και σκλήθρες, με τη βελόνα που έραβε τα ξεχαρβαλωμένα μου κουμπιά.

Ξυπόλυτος –απόδετος όπως μου το έλεγαν οι δικοί μου, πέρασα όλα μου τα παιδικά μου καλοκαίρια και μου έδινε δύναμη αυτό. Σαν τον Ανταίο, ένοιωθα. Ένας μικρός, αλλά δυνατός και λεύτερος. Χωρίς όρους και περιορισμούς. Με πατούσες γυμνές και βρώμικες, ειλικρινείς και τόσο, μα τόσο χορτασμένες από τρέξιμο, ακίδες και παλιούρια, όνειρα κι ανεμελιά! Έτρεχα ξυπόλυτος στα χώματα και πίστεψέ με, ήταν σα να πέταγα σε βαμβακένιους ουρανούς!

Πρώτη μέρα καλοκαιριού σήμερα, που κάνει ζέστη! Ξυπολυσιάς ημέρα στο σπίτι μέσα και μέχρι τη βεράντα έξω! Σ’ αυτά μονάχα, κι ας έχει την ζέστη κι έξω, στους δρόμους της Αθήνας. Μεγαλώσαμε βλέπεις φίλε και γίναμε μαλθακοί, σιχασιάρηδες… κι ευπρεπισμένοι πάντα. Σπάνια γειωνόμαστε και σπάνια πετάμε πια τα έρμα τα παπούτσια μας στην άκρη, για να φορέσουμε τη γύμνια, κείνη που σα παιδιά μας κουβάλαγε σε χειμέριες μαλακές πατούσες, που με δίψα περίμεναν το καλοκαίρι για να μαυρίσουν και να λερωθούν, να αγγίξουν αθώα τη μάνα γη… και να πετάξουν τρέχοντας σε βαμβακένια σύννεφα!

Σταματήσαμε να “πετάμε” στην άκρη τα παπούτσια πια, κι έτσι σταματήσαμε να “πετάμε” και οι ίδιοι.

Photo by Lucas Sankey on Unsplash

Πρόσφατα

Μια τόσο μικρή και σύντομη ζωή…

Πώς να στο περιγράψω; Σα να περνούν οι μέρες,...

Τα ξένα σπίτια

Τα ξένα σπίτια, τα σπίτια των ξένων, αυτά που...

Λένα Παππά, Το δωμάτιο

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρειςό, τι δεν...

Μίγδος Ηρακλής, Η βεράντα της νιότης μας

Θυμάμαι εκείνη τη βεράντα στο χωριόΜε τις τριανταφυλλιές και...

Social Media

Newsletter

Δημοφιλή

Μαθαίνοντας τον εαυτό μας από την αρχή

Μαθαίνοντας τον εαυτό μας από την αρχήΟι περισσότεροι άνθρωποι...

Γκανάκια κρανιδιώτικα και βόλτα στο όμορφο Κρανίδι!

Οι όμορφοι τόποι δίνουν και νόστιμη τροφή, με αγνές πρώτες ύλες της περιοχής και λίγα υλικά. Γκανάκια ή γκάνεζες από το Κρανίδι για τις γλυκές μας απολαύσεις και μια σύντομη βόλτα στον όμορφο τόπο του Νομού Αργολίδας, στην Πελοπόννησο...

Ζωή Καρέλλη, Το ταξίδι των Μάγων

Ζωή Καρέλλη, Το ταξίδι των ΜάγωνΞανάρχεται της Γέννησης η...

Ψυχή και σώμα, συνδυασμός και αλληλεπίδραση. Ψυχοσωματική ασθένεια. Τί είναι και πού οφείλεται;

Ψυχή και σώμα, συνδυασμός και αλληλεπίδραση. Ψυχοσωματική ασθένεια. Τί...

Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ, Πώς σ’ αγαπώ;

Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ, Πώς σ' αγαπώ;Πώς σ’ αγαπώ;...
Βασίλης Κασσάρας
Βασίλης Κασσάρας
Ο Βασίλης Κασσάρας γεννήθηκε το 1974. Μεγάλωσε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, ζει στην Αθήνα και ελπίζει κάποτε να μετακομίσει μόνιμα στο νησί των Κυθήρων, όπου περνά τα καλοκαίρια του, εξασκώντας τα δύο πράγματα που από παιδί αγαπούσε: να κάνει όνειρα πλάθοντας δικούς του κόσμους και να τους ενσαρκώνει με τη μεταφορά τους στο χαρτί. Ως συγγραφέας έχει εκδώσει τα βιβλία «Μοίρες» (εκδόσεις Πηγή) και «Μάμουσα, η φωνή της σιωπής» (εκδόσεις ΕΞΗ). Για ποιήματά του έχει λάβει τιμητική διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Σπούδασε δημοσιογραφία και σεναριογραφία. Αναζητά χρόνο, ώστε να φροντίσει περισσότερο το «παιδί μέσα του» και για να διαβάζει -ως φανατικός αναγνώστης- περισσότερα βιβλία…

Μια τόσο μικρή και σύντομη ζωή…

Πώς να στο περιγράψω; Σα να περνούν οι μέρες, σα να κυλούν οι σκέψεις σε δρόμο που οδηγείς αυτόματα σχεδόν και σε πάει κάπου,...

Τα ξένα σπίτια

Τα ξένα σπίτια, τα σπίτια των ξένων, αυτά που είναι ίδια, άγευστα και άχρωμα, αδύναμα και χωρίς χαρακτήρα, φτιαγμένα στην εντέλεια λες από το...

Λένα Παππά, Το δωμάτιο

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρειςό, τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείςκι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησεςκι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Discover more from Elpis Calling

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading