Ο Γιάννης Ξανθούλης έκανε ένα ταξίδι στη Σανγκάη και ξέχασε τη Ζωή μέχρι χθες και ‘γω δηλώνω φανατικός «Ξανθουλικός»!
Τον συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη τον γνώρισα στην εφηβεία μου, μέσα από το βιβλίο του «Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας» από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Εκεί έγινε το πρώτο κλικ, ανάμεσά μας.
Κατοπινά και πίνοντας μαζί του «Το πεθαμένο λικέρ» (εκδόσεις Διόπτρα), μέθυσα περισσότερο με τις λέξεις του, την πλοκή του, τον μόνιμα υφέρποντα και κατά περιπτώσεις εμφανή ερωτισμό του, αλλά και τη σκαιότητα στους χαρακτήρες, που άλλοτε ξαφνιάζουν και άλλοτε κρίσιμα προϊδεάζουν, με τρόπο αριστοτεχνικό, που δεν σε αφήνει να ηρεμήσεις λεπτό από την ανάγνωση.
Τώρα όμως, έρχομαι να συγκρίνω –κάνοντας ένα τολμηρά μεγάλο βήμα ως αναγνώστης και θαυμαστής του, τα δυο πρόσφατα βιβλία του: το «Ζωή μέχρι χθες» και το «Ονειρεύτηκα την Σανγκάη».
Ζωή μέχρι χθες (εκδόσεις Διόπτρα, 2020)
Εδώ πια, σ’ ετούτο το βιβλίο ο συγγραφέας έχει κάνει ήδη μια μεγάλη στροφή στην αληθοφάνεια και στην εξωστρέφεια –εγκαταλείποντας το παλιότερο πιο έντονα εσωτερικό στυλ γραφής του, για να γίνει μάλλον πιο κατανοητός και πιστευτός, ίσως και πιο ρεαλιστικός, ολοκληρωμένος μέσα από την διήγησή του.
Ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες έντονες που θυμίζουν την πρωτεύουσα της δεκαετίας του ’60 και ίσως τις αρχές του ’70, με ήρωες μέλη της αστικής κοινωνίας της εποχής, που όμως θέλει να σπάσει τα στεγανά του καθωσπρεπισμού μέσα από την καταπιεσμένη ερωτική εφηβεία και το δύσκολο πέρασμα στην ενηλικίωση· στοιχεία που στοιχειοθετούν το χωροπλαίσιο, το χρόνο αλλά και την έντονη ψυχολογία του βιβλίου.
Γραφή καλοδουλεμένη και πιο ώριμη, μας ταξιδεύει στα μέσα της δεκαετίας του ’60, περιγράφοντας τη ζωή της ηρωίδας, Ρίτας Βράνη, μέσα από μια βιωματική εναλλαγή παρελθόντος – παρόντος. Ένα μυθιστόρημα βαθιά συναισθηματικό και ευαίσθητο, που αφυπνίζει μνήμες και εικόνες για όσους έζησαν την Αθήνα της εποχής εκείνης, με τα αυστηρά ηθικά πρότυπα της αστικής κυρίως τάξης.
Ταπεινή μου πάντα γνώμη, είναι πως το «Ζωή μέχρι χθες» αποτελεί φυσική και άξια συνέχεια του «πεθαμένου λικέρ», μέσα όμως πλέον από το πρίσμα της αναπόφευκτης χρονικής ωριμότητας του συγγραφέα, και πως και τα δύο βιβλία είναι από αυτά που κανείς θα πρέπει να έχει διαβάσει οπωσδήποτε, αν θέλει να έχει σαφή άποψη για τον υπέροχο Γιάννη Ξανθούλη!
Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη (εκδόσεις Διόπτρα, 2022)
Σε αντίθεση με το πιο πάνω βιβλίο, στο πιο πρόσφατο πόνημα του συγγραφέα το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη», τα πράγματα αλλάζουν!
Εδώ ο συγγραφέας κάνει μία ιδιαίτερη στροφή –έντονης μάλιστα κλίσης, θέλοντας -ίσως κι άξαφνα- να ξεπεράσει τον εαυτό του και να μας δώσει ένα άλλο του πρόσωπο! ακολουθώντας όμως κατ’ εμέ τον λάθος τρόπο· έναν τρόπο στον οποίο δεν μας είχε συνηθίσει έως τώρα, εμάς τους αναγνώστες του.
Χρησιμοποιεί πολύ έντονα το χιούμορ -σε μία θεατρικότροπη προσπάθεια, που θυμίζει αρκετά τον Παύλο Μάτεσι, αλλά με λάθος τρόπο. Δεν έχω πρόβλημα με το σκαμπρόζικο χιούμορ, που στρέφεται στο σεξ για να αλαφρύνει και να προκαλέσει το γέλιο, αλλά μόνο όταν αυτό χρησιμοποιείται στις αράδες του βιβλίου υπερβολικά πολύ και με έντονη βωμολοχία… τότε λίγο με ανασηκώνει στην καρέκλα μου, γιατί το γκροτέσκο θα πρέπει να έχει και όρια.
Σίγουρα πρόκειται για ένα πληθωρικό μυθιστόρημα, ύμνο στην Ελληνική επαρχία, τους ανθρώπους και τη ζωή τους, πείραγμα δηκτικό στην εκκλησία, τους εκπροσώπους και τους θεσμούς της αλλά και τον κρατικό μηχανισμό και τους λειτουργούς του.
Όλο το βιβλίο αποτελεί μια φάρσα, που κάνει ορθοπεταλιά στους χώρους του σουρεαλισμού και σκέφτομαι πως για κάποιο λόγο ο συγγραφέας ήθελε να μας τραβήξει στα άκρα όρια, τραβώντας και τον εαυτό του μαζί…..
Οφείλω όμως να πω πως, αφού ξεπέρασα την πρώτη κρυάδα αυτής της διαπίστωσης και αφού βρήκα την ισορροπία μου στο κείμενο και συνήθισα στην ιδέα πως τώρα διαβάζω έναν άλλο «νιογέννητο» Ξανθούλη, τότε απόλαυσα κι αυτό του το βιβλίο!
Όπως και να το κάνεις, Ξανθούλης είναι μόνο ένας!
Δύο φορές έως τώρα –και από παιγνίδι της τύχης- μου «ξέφυγε» και δεν κατάφερα να τον γνωρίσω από κοντά… Εύχομαι στο μέλλον να φανώ πιο τυχερός και να έχω μια συνάντηση μαζί του, κάτι μου λέει πως από ένα τέτοιον άνθρωπο έχεις μόνο να πάρεις, συζητώντας έστω κι απλά μαζί του!