Η Ροθίο Χουράδο, το κρυολόγημα και τα νερά να τρέχουν!
Όπως τόνισα και σε φίλη, λίγο πριν μέσω μηνυμάτων, ο Αλμοδοβάρ προσωπικά αν μου ζητούσε να του περιγράψω λίγες μέρες από τη καθημερινότητά μου και τις γύριζε ταινία, το ’χε το Όσκαρ στην τσέπη!
Σε μια σειρά θα σου τα βάλω όσο μπορέσω, γιατί και η κατάσταση μου δύσκολη είναι τώρα που σου γράφω. Αλλά όλα πρόκληση στη ζωή, πρόκληση κι αυτό…
Μέρες τώρα το τραγούδι, μου έχει κολλήσει στο μυαλό. Η μελωδία, οι στίχοι, η εξαιρετική ερμηνεία της Rocio Jurado (η Μαρινέλλα της Ισπανίας για πολλούς!)…
Κοιμάμαι και ξυπνάω μ’ αυτό. Καρμικό να το πεις, οιωνό να το πεις… πες το όπως θες!
Κρυωμένος, πουντιασμένος με ένα Σαββατοκύριακο να το έχω περάσει στο κρεββάτι, πήγα για δουλειά το πρωί εφοδιασμένος με ένα πακέτο μαλακά χαρτομάντηλα, τις βιταμίνες μου (χιλιάρα C), την αναβράζουσα εχινάκια (επίσης χιλιάρα), δύο τεράστια σάντουιτς μορταδέλας (το κρύωμα θέλει φαγητό, φάρμακο λοιπόν κι αυτό) και τα Cold and Flu εύκαιρα –διαφήμιση δεν κάνω αλλά είναι θαυματουργά!
Οι μύτες μου να τρέχουν συνεχώς όλη την ημέρα (Κεντέρης οι μύτες μου λέμε τώρα, πιο γρήγορες κι από τον Αίολο) και σε πρίμα σιγόντο τα μάτια -δάκρυα αφέλειας και όχι συγκίνησης τακτικά κύλαγαν στο μάγουλο ζητώντας παρηγοριά σε φτερνίσματα και βηχαλάκια –έντονο κρύωμα σου λέω, αδελφέ!
Το τραγούδι αυτό της Ροθίο, κολλημένο στο μυαλό μου να μου κρατά παρέα. Ειδικά ο στίχος, που σε μετάφραση τον δίνω:
Εγώ σου πρόσφερα νερό
καθαρό και δροσερό.
Αλλά εσύ δεν θέλησες να πιείς!
Νερό που δεν το πίνεις,
άσε το να τρέξει!
Όσο μπόρεσα την πάλεψα στο γραφείο και κίτρινος πια σαν το λεμόνι, επιστρέφω στο σπίτι το μεσημέρι.
Εγώ σου πρόσφερα νερό
καθαρό και δροσερό.
Αλλά εσύ δεν θέλησες να το πιείς!
Νερό που δεν το πίνεις,
άσε το να τρέξει!
Με το νερό του τραγουδιού στο νου να τρέχει, με τις μύτες μου να τρέχουν και τα δάκρυα να τρέχουν κι αυτά κάτω από το κράνος –κι άντε πώς να τα σκουπίσεις που δε γίνεται με την κρανούμπα να καλύπτει το κεφάλι ολάκερο, η βροχή ξεκίνησε κι αυτή να τρέχει κάπου εκεί, στην Αλεξάνδρας.
Αγάντα Βασίλη, το δρόμο να τον φάμε, υπομονή και δύναμη! Κι έτσι έφθασα τρέχοντας στο Χαλάνδρι -μέσα σε δώδεκα μόλις φτερνίσματα!
Ανέβηκα στο διαμέρισμα, άλλαξα ρούχα, ντύθηκα ζεστά-ζεστά, έκανα ένα ακόμα γύρω με βιταμίνες και εχινάκια και ξάπλωσα, αγκαλιά με τα χαρτομάντηλα, στα σκεπάσματα να βρω το παρηγόριο.
Στο μυαλό μου η Ροθίο Χουράδο έδινε και έπαιρνε με το τραγούδι της, που πρόσφερνε η ερωτευμένη στον καλό της το νερό της· μα, εκείνος εγωιστής δεν τό ’θελε και φώναζε η έρμη, πως νερό που δεν το πίνεις άστο να τρέξει!
Κάπου εκεί λοιπόν στην ερωτική απόγνωση της Ροθίο πού ’πεσε στ’ άπονα και ξεδιψασμένα χείλη του καλού της, άρχισα κι εγώ ν’ ακούω νερά να τρέχουν!
«Θέ μου!» σκέφτομαι ο κρυολογημένος «πόση δύναμη το τραγούδι κι ο νους! Ακούω τα νερά τα δροσερά και καθαρά της Χουράδο, να τρέχουν! Πόση δύναμη η μουσική! Πόση φαντασία πια, αυτός ο νους, που τα κάνει όλα να φαίνονται πραγματικότητα!»
Αποκύημα του νου, σκέφτηκα πως είναι και είπα θα περάσει. Τα νερά όμως εκεί, να τρέχουν! Να τ’ ακούω να πέφτουν από ύψος!
«Δεν μπορεί…» λέω «κάτι πάει στραβά…»
Ελέγχω τη μύτη μου, μα που τόσο νερό να τρέξει από δαύτην. Ανασηκώνομαι, κοιτάω έξω από το παραθύρι. Η βροχή δεν είχε σταματήσει βέβαια, αλλά τα νερά ακούγονταν από μέσα, όχι απ’ έξω!
Έγκυος, όσο να πεις, δεν είμαι για να έχουν σπάσει τα δικά μου τα νερά –είπαμε Αλμοδαβάρ ζωή, αλλά όχι και τόσο! Κάνω μια αριστερά, τι να δω! Από το πατάρι στο διάδρομο, καταρράκτης έπεφταν τα νερά!
Θέ μου ο θερμοσίφωνας!
Και δώς του, της Χουράδο τα νερά να τρέχουν στο μυαλό μου
Και δως του οι μύτες μου να τρέχουν κι αυτές.
Και δως του η βροχή απ’ έξω.
Κι ένας καταρράκτης στο διάδρομο, να τρέχει κι αυτός μέσα στο διαμέρισμα!
Γρήγορα κινήθηκα, βρήκα σκάλα, σκαρφάλωσα, χώθηκα στο πατάρι, τεντώθηκα, φταρνίστηκα δυνατά κι έκλεισα το ρουμπινέ. Σταμάτησε ο καταρράκτης από το πατάρι πάνω. Σταμάτησε και το τραγούδι από το κεφάλι μου μέσα.
Οι μύτες ακόμα τρέχουν, όσο κι η βροχή απ’ έξω.
Ελπίζω να τρέξει γρήγορα κι ο Ορέστης, ο υδραυλικός. Τηλέφωνο τον πήρα, ικέτεψα και παρακάλεσα. Όσο τον περιμένω, έκανα λίγο ρακόμελο. Κάνει καλό στο κρύωμα. Έχω βγάλει και ποτηράκι για τον Ορέστη. Να πίνουμε μαζί, όσο φτιάχνει το θερμοσίφωνο.
Στα ηχεία δυνατά θα βάλω τη Ροθίο Χουράδο.
Με τον υδραυλικό μαζί θα την ακούσουμε!