Σα να μην πέρασε μια μέρα. Κι όμως έχω να ταξιδέψω χρόνια με τα ΚΤΕΛ. Το έφερε η ανάγκη και έπρεπε για μια-δύο ώρες μόνο, να βρεθώ στη Λιβαδειά. Και ήλθα στα ΚΤΕΛ πρωινός, για να πάρω το λεωφορείο.
Κι όλα μοιάζουν ίδια. Σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει.
Το μέρος, ο κόσμος, οι μυρωδιές…
Ένας φαντάρος με το κλασικό χακί σάκο «λουκάνικο» και το κοντοκουρεμένο μαλλί.
Ο κλασσικός φοιτητής με το βαριεστημένο ύφος και το σακίδιο που μάλλον έχει λάπ-τοπ μέσα τώρα, στην πλάτη κρεμασμένο.
Η μεγάλης ηλικίας κυρία με το λουλακί μαλλί και με τη σακούλα από γνωστό ιατρικό κέντρο εξετάσεων.
Όλοι εκεί. Όπως τότε παλιά που άπειρες φορές είχα κάνει αυτή την διαδρομή με τα λεωφορεία των ΚΤΕΛ.
Αθήνα – Λιβαδειά
Λιβαδειά – Αθήνα.
Παιδί μικρό με έβαζε η μάνα στο λεωφορείο και με έστελνε να επισκεφτώ τους συγγενείς στην Πρωτεύουσα. Να έρχεται κοντά το σόι, να δένεται, να μην χαθεί!
Και έφηβος μετά το ίδιο. Και φοιτητής αργότερα και ως ενήλικος, μέχρι που πήρα μηχανή.
Τα ΚΤΕΛ εκεί πάντα, σε ένα διαρκές πήγαινε – έλα. Όπως τότε, όπως τώρα.
Λίγα πράγματα να έχουν αλλάξει, μέσα στο χρόνο.
Ανακαινισμένη αρκετά η αίθουσα των εκδοτηρίων και το μαγαζάκι με τις εφημερίδες πιο έξω, αλλιώτικο τώρα, γιομάτο βιβλία. Θαύμασα τα ράφια, και έπεσα πάνω στο βιβλίο της φίλης μου της Κωνσταντίνας Σιάφη Διαμάντη, από τις εκδόσεις ΕΞΗ. Χάρηκα που την είδα εδώ. Παρέα μου έκανε για λίγο. Τυχερός όποιος διαβάσει το βιβλίο της.
Προχώρησα πιο έξω για τους διαδρόμους των λεωφορείων. Ίδια και απαράλλαχτα όλα… τα πάντα μαυρισμένα από το καυσαέριο τσιμέντα των ταβανιών και οι κολόνες… ένα τεράστιο τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα και μικροσκουπίδια το έδαφος.
Αψιά, η γνωστή μυρωδιά των παιδικών μου χρόνων, μου τρύπησε τα ρουθούνια: εξατμίσεις στο φουλ, μυρωδιά καφέ που ψήνεται και ζάχαρης που καίγεται πάνω σ’ ένα γκαζάκι, τάγκιασμα υγρασίας βγαλμένης από μυθιστόρημα του Ντίκενς και κάπου από το βάθος αχνεύρετη η υποψία γλυκάνισου από κάποιο φούρνο κοντά.
Η μυρωδιά των ΚΤΕΛ της Λιοσίων…
Από όλα έλειπε αυτός ο τόνος της σπανακόπιτας, που με έβαζε η μάνα μου να κουβαλάω κάθε φορά που με έστελνε -παιδί- στην Αθήνα, για να επισκεφθώ τη θεία. Πολλά τα επαρχιώτικα πεσκέσια μέσα σε σάκο κλεισμένα. Αλλά σήμερα έλειπε αυτή η σπανακόπιτα από τη μυρωδιά των ΚΤΕΛ.
Σπανακόπιτα ζήταγε στη μάνα μου η αδελφή της, να της στείλει, τις απλές, πεζές μέρες. Τις γιορτάρες Χριστουγεννιάτικες μέρες όμως, σαν κατέβαινα Αθήνα, της έστελνε μπακλαβά σουσαμένιο κι αρνί ψητό του Παρνασσού το Πάσχα…
Τα ΚΤΕΛ. Πόσες μυρωδιές σ’ αυτήν εδώ την decadence και πόσες αναμνήσεις!
Ο παππούς ο Μήτσος, που κατέβηκε Αθήνα για εξετάσεις ιατρικές. Τον πήρε η κόρη από τα ΚΤΕΛ και τον πήγε στο ΝΕΟΝ να τον κεράσει καφέ, όσο εκείνη θα έκανε λίγα ψώνια στο κέντρο. Θα τον έπαιρνε μετά, θ’ ανέβαιναν με ταξί στο σπίτι. Τον ξέχασε όμως τον παππού με έναν γλυκύ βραστό στο ΝΕΟΝ και γύρισε η αφηρημένη μονάχη της στο Περιστέρι…
Θύμωσε ο παππούς, γύρισε πίσω Λιβαδειά, χωρίς τις εξετάσεις. Μήνες έκανε να μιλήσει στην κόρη του. «Πακέτο από τσιγάρα ήμουν και με ξέχασες;» της είχε πει στο τηλέφωνο μετά, γιομάτος παράπονο, θιγμό.
Κι ένα καλοκαίρι που είχε μείνει το λεωφορείο από βλάβη στην Εθνική και καθόμασταν καταηλιού οι επιβάτες στην άκρη της ΛΕΑ, μέχρι να έλθει άλλο λεωφορείο να μας τελέψει το δρόμο, να φτάσουμε Αθήνα. Κει γνώρισα τον Μάριο, τον καλύτερο μου φίλο. Συνομήλικοι πιάσαμε κουβέντα, καρκανιασμένοι από τον ήλιο και τη μυρωδιά από την άσφαλτο έδεσε η πολύχρονη φιλία μας.
Στη Θήβα, σαν έμπαιναν οι αθίγγανοι στο λεωφορείο και γιόμιζαν τ’ αμάξι φασαρία και χρώμα, φωνές και γέλια, ανεμελιά! Φούστα κλαρωτή και γαρύφαλλο στ’ αυτί, κι έμπαινε στη φαντασία μου, ο Αυλωνίτης και η λατέρνα· η Καρέζη άπιαστη, δεν μας καταδεχότανε.
Πόσες αναμνήσεις κι ιστορίες σ’ αυτά τα ΚΤΕΛ! Κι όλες με μία σπανακόπιτα στα μπαγκάζια να πηγαινοέρχεται πεσκέσι.
Εννιάμιση η ώρα πρωινή Σαββάτου. Μπήκα και κάθισα στο λεωφορείο τώρα. Κι ένοιωσα μικρό παιδί, ξανά. Στο χωριό μου επιστρέφω, στη μάνα πίσω.
Στην πλάτη του καθίσματος μπροστά μου, το χερούλι-πιάστρα έχει μια τσίχλα κολλημένη πάνω του. Μια τσίχλα ροζ, σαν κείνες τις Big Babol που μάσαγα παιδί.
Και σαν την τσίχλα ήλθε και κόλλησε στο νου μου μέσα, η γιαγιά μου η Άννα, που αν έπρεπε να ταξιδέψει για Αθήνα, πάντα έβαζε καινούρια και καθαρή κιλότα.
«Γιατί γιαγιά;» είχα ρωτήσει, μικρός εγώ, σαν μου το είχε πει σε ορμήνια.
«Αν σκοτωθούμε με τούτα δω τα σάπια λεωφορεία, να με βρούνε καθαρή παιδί μου! Νοικοκυρά!» μου είχε απαντήσει.
Σκέφτομαι κι εγώ λοιπόν, αν το βρακί που έβαλα το πρωί είναι καινούριο, καθαρό.
«Καθαρό είναι, καινούριο όχι γιαγιά!» στέλνω την σκέψη στην φασματική φιγούρα του μυαλού μου, που την έχω βάλει στο διπλανό μου κάθισμα, να μου χαμογελά… να μου κρατά παρέα.
Με ένα ήσυχο γουργούρισμα στις μηχανές έφυγε το λεωφορείο. Έτσι μ’ ένα ήσυχο πέταγμα είχε φύγει και στον ύπνο της η γιαγιά η Άννα. Δεν πήγε άδικα απ’ ατύχημα με το σάπιο λεωφορείο. Άδικα πήγαν τόσες καινούριες και καθαρές κιλότες.
Η τσίχλα ακόμη κολλημένη εκεί σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, με απειλεί να μην την ακουμπήσω.
Με τις αναμνήσεις δεν γίνεται το ίδιο. Κολλούν αυτές στο μυαλό μου. Τσιχλόφουσκες που φουσκώνουν σταδιακά και με γεμίζουν και μ’ ένα «πουφ» μετά σκάνε, σβήνουν…
Χιονισμένο καθαρό τοπίο γύρω μου. Ζέστη μέσα στο λεωφορείο.
Πίσω μου ένας κύριος έχει αρχίσει να ροχαλίζει ελαφριά. Στα δεξιά μου μια νεαρά, δεν έχει βάλει στόμα μέσα. Μιλά συνεχώς στο κινητό. Άντε να σου κάτσει γκόμενος μετά, με τέτοια πολυλογία.
Ένα αχνάκουστο μουρμούρισμα από το ραδιόφωνο του οδηγού, που γίνεται ζαλάδα.
«Πάμε γι’ άλλες Πολιτείες μελλοντικές, να βρεθούμε σ’ εμπειρίες αληθινές…» ίσα που διακρίνω τη Βιτάλη.
«Πάμε Ελενίτσα… πάμε» της ψιθυρίζω.
Και κάπως έτσι πηγαίνοντας, πιάσαμε Θήβα κι ανέβηκε ο ελεγκτής εισπράκτορας.
Τον θυμάμαι κι αυτόν, χρόνια πολλά σ’ αυτή την δουλειά. Στην ηλικία μου είναι. Οι μανάδες μας ήταν φίλες, δουλεύανε μαζί στα κλωστοϋφαντουργεία. Γέρασε κι αυτός κι εγώ. Γεράσαμε σ’ αναμνήσεις, που έγιναν γκρίζα γένια και περήφανη φαλάκρα.
Εμείς δεν ήμασταν φίλοι. Οι μανάδες μας μόνο.
«Η δική μου μάνα πέθανε» θέλω να του πω «Η δική σου ζει;» θέλω να τον ρωτήσω. Σαν το πηγαινέλα της σπανακόπιτας. Έτσι θέλω να το δω, ποια έφυγε πρώτη, ποια δεύτερη. Ποια πήγε… αλλά δεν ήλθε καμιά.
Να δούμε ποιος έχασε πρώτος τη δική του σπανακόπιτα, κι άδειος πηγαινοέρχεται Αθήνα – Λιβαδειά.
«Καλά είσαι;» τον ρωτώ τελικά.
Ξαφνιάστηκε εκείνος. Μάλλον δε με θυμόταν και σπανίζουν φαίνεται στη δουλειά του αυτές οι ερωτήσεις από άγνωστους επιβάτες.
«Καλά, ευχαριστώ!» απάντησε μουδιασμένα. Ίσως με θυμήθηκε, ίσως και εκείνου η μάνα δεν στέλνει σπανακόπιτες πεσκέσια πια. Ίσως με ένοιωσε, ποιος ξέρει.
Από το παράθυρο έξω κοιτώ.
Δυο πουλιά πετούν στο βάθος.
Συνήθως τα ξεχωρίζω από το πέταμά τους! Μακρολαίμικα μου μοιάζουν τούτα. Δεν τα γνωρίζω. Κάποιο γεράκι θα τα τρόμαξε και τα σήκωσε από τα χώματα της Κωπαΐδας.
Τη ροζ τσίχλα κοιτάω, που με απειλεί να μην την ακουμπήσω και κολλήσω πάνω της. Και είναι και ο αυτισμός μου, που δεν μου επιτρέπει να φύγω από κοντά της, να αλλάξω θέση –την 11 μου έδωσαν στα εκδοτήρια, σ’ αυτή θα πρέπει να κάθομαι κι ας είναι μισογεμάτο το λεωφορείο… ή μισοάδειο, δεν ξέρω να σου πω.
Δυο κυρίες μπροστά συζητούν. Θα τα πάρουν λένε τα ΚΤΕΛ από την Λιοσίων. Θα τα μαζέψουν όλα στον Ελαιώνα.
«Ίσως αυτή να είναι η τελευταία φορά που ταξιδεύω λοιπόν μαζί τους» σκέφτομαι.
Την κολλημένη τσίχλα στο χερούλι/πιάστρα κοιτάω μπροστά μου και ζητάω φωναχτά από τον οδηγό να δυναμώσει λιγάκι το ραδιόφωνο. Η Μελίνα τραγουδάει τώρα «… στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι, να μπερδευτώ με τους εργάτες, να πω τον πόνο μου στις γάτες, και στη φουφού του Καστανά, στάχτη να γίνεις Σατανά!».
Σαν κατέβηκα από το λεωφορείο, στο νύχι από τον δεξί μου δείχτη, είχα κολλημένη μια ροζ τσίχλα.