Ησυχία. Χωρίς να καταλάβουν πως και γιατί, τους μπουντρούμιασαν, πάτησαν ο ένας πάνω στον άλλο και στοιβάχτηκαν σαν κονσερβοκούτια. Άδεια. Σάπια. Σκουριασμένα. Σαν και τα καράβια που τους έφεραν και τους πέταξαν στη θάλασσα γέρους, νέους, μωρά. Μερικοί έζησαν. Είχαν θέληση να ζήσουν καλύτερα. Δεν πήγαινε το μυαλό τους στο κακό.
Έφτυσαν το γάλα της μάνας τους για να έρθουν, φίλησαν κατουρημένες ποδιές, ποιος ξέρει και τι άλλο… πέντε χιλιάδες ευρώ στην καλύτερη περίπτωση για να φτάσουν στον παράδεισο, λες και κανείς ποτέ δεν τους είπε την αλήθεια. Ποια αλήθεια θα μου πεις. Αέρας ήταν η ζωή τους έτσι κι αλλιώς, που μια τους πήγαινε από δω και μια τους έφερνε από κει, αν ζούσαν δυο τρεις μέρες παραπάνω, θα ήταν θαύμα. Να ήταν η ζωή τους λίγη και καλή, αλλά που τέτοια τύχη!
Μερικοί πολύ ρομαντικοί στα βιαστικά βούτηξαν μια χούφτα χώμα και το έβαλαν σε ένα κουτί για να’ χουν να θυμούνται. Το χώμα που πάτησε η μάνα τους, αυτό ήθελαν να έχουν, γιατί το χώμα που τους μεγάλωσε ήταν μαύρο και άρρωστο, μύριζε μπαρούτι, όπως και όλη τους η ζωή.. αυτό δεν το ήθελαν.
Περάσανε βουνά και ποτάμια. Περπάτησαν μέρες. Ένα κομμάτι ξερό ψωμί στην τσέπη, ψίχουλο το ψίχουλο τους πήγαινε παρακάτω. Για να έρθει η ώρα να βρεθούν στο λιμάνι που θα τους έπαιρνε το καΐκι. Και μετά το σαπιοκάραβο. Δεν είδαν τι είναι, ήταν νύχτα βαθύ σκοτάδι. Αγωνία. Πείνα. Πόνος. Κούραση. Νύστα. Τα μωρά με πρόσωπα άσπρα σαν πανί δεν έκλαιγαν, μόνο κοιτούσαν σαστισμένα, έτσι όπως κρέμονταν στις πλάτες των μανάδων τους.
Μοναξιά. Απέραντη μοναξιά κι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους, ξένοι από τον ίδιο τόπο, σφιχτά δεμένοι από την κοινή κλωστή της ατυχίας τους. Ή της τύχης τους. Ταξίδευαν με τα χελιδόνια, έκαναν ακριβώς το ίδιο δρομολόγιο αρχές της άνοιξης, με την διαφορά ότι κείνα ήταν ελεύθερα.
Ένας απ’ όλους φορούσε ρολόι, μετρούσε το τικ τακ, μετρούσε τους χαμένους. Και τα χαμένα όνειρα, τις φούσκες προσδοκίες, τις μέρες που είχε να φάει και να πιει, τις μέρες που είχε να ρίξει λίγο νερό πάνω του, τις μέρες που είχε να δει το παιδί του, μωρό ημερών το άφησε σε ένα δωμάτιο με λαμαρίνες και μούχλα παντού. Υποσχέθηκε καλύτερες μέρες και αυτό θα έκανε. Θα επέστρεφε με δώρο μια καλύτερη ζωή. Ήταν σίγουρος ότι θα επέστρεφε. Στα ρούχα και στα παπούτσια του είχε τρυπώσει άμμος, την κουβάλαγε και την πήγαινε εδώ και κει και με το κριτς κρατς που άκουγε, ένιωθε ότι δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από τη γη του.
Δίπλα του μοιρασμένη στα δυο μια κατάκοπη νέα γυναίκα. Όμορφη γυναίκα. Η μια της πλευρά προσπαθούσε να κατευνάσει την πείνα του μωρού της, τόσο όσο να ματώσει το στήθος. Δεν πόναγε. Είχε πετρώσει μέσα κι έξω. Στο υφασμάτινο τσαντάκι που έραψε μέσα στα ρούχα της, δεν είχε λεφτά, μόνο μια σελίδα είχε παλιού τετραδίου σκοροφαγωμένη, διπλωμένη προσεκτικά. Με ευχές προσευχές που έμαθε μόλις ξεκίνησε να μιλάει. Ήξερε λίγα γράμματα. Ήξερε πως ήθελε να ζήσει αλλιώς. Ήταν καλός άνθρωπος. Άνοιξε, κοίταξε ώρα πολλή, δάκρυσε κι έσκυψε να μυρίσει το ξεραμένο τριαντάφυλλο, δώρο τελευταίο του αποχαιρετισμού της αδερφής της. Θα έρθεις ξανά ε; Θα έρθεις να με πάρεις;…
Σας άρεσε αυτό που διαβάσατε;
Αν ναι, περιηγηθείτε ελεύθερα στη σελίδα του elpis calling και ανακαλύψτε περισσότερες δημοσιεύσεις.
Είναι σημαντικό να επικοινωνούμε, να μοιραζόμαστε κοινά βιώματα και εμπειρίες, να ανταλλάσσουμε απόψεις, γι’ αυτό με χαρά θα διαβάσω το σχόλιό σας!
Πείτε μου τη γνώμη σας και κοινοποιήστε ελεύθερα το άρθρο που μίλησε στην ψυχή σας!
Αν θέλετε να ενημερώνεστε για περισσότερα ενδιαφέροντα άρθρα και συνεντεύξεις
Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook https://www.facebook.com/elpiscalling
Κάντε εγγραφή στο You tube https://www.youtube.com/channel/UCma6lqG8MN0Bc1o9INMj73A
Ακολουθήστε μας στο Instagram https://www.instagram.com/elpiscalling/
Και στο Twitter https://twitter.com/elpiscall