Είναι γλύκα, είναι μέλι τα καρπούζια του Βαγγέλη!
Μόλις έχω μπει στο σπίτι, κάθιδρος και ταλαιπωρημένος από το γυμναστήριο και τη ζέστη στο δρόμο της επιστροφής. Έχω μόλις πετάξει τα παπούτσια και το μουσκεμένο μπλουζάκι από πάνω μου και το μόνο που σκέφτομαι είναι το ντους και το κρύο νερό και ενώ ετοιμάζομαι φιλήδονα να μπω στο μπάνιο, τα πάντα σταματούν στο άκουσμα μια δυνατής, μακρόσυρτης φωνής απ’ έξω, από το δρόμο!
«Είναι γλύκααα, είναι μέλιιι, τα καρπούζια του Βαγγέληηη….!»
Σταματώ ό,τι κάνω.
Κάθομαι στον καναπέ υπνωτισμένος σχεδόν, γιατί αυτός ο πλανόδιος «καρπουζάς», αθέλητά του με γυρνά χρόνια (που αιώνες μου φαίνονται) πίσω.
Παιδί μικρό στη Λιβαδειά, κει πάνω στο Λυκοχώρι, και όπως θαρρώ σ’ όλη την επαρχία συνέβαινε, οι πλανόδιοι πωλητές ήταν γεγονός πολύ συνηθισμένο και καλοδεχούμενο.
Ο «Καρπουζάάάάάάς!»
Ο «Ψαράάάάάας!»
Ο «Καρεκλάάάάάάς!»
Ο «Είδη Προικόόόόόός!»
Οι πλανόδιοι πωλητές έβγαιναν στις ρούγες, έπαιρναν σβάρνα όλες τις γειτονιές -τα καλοκαίρια κυρίως, διαλαλώντας εμπόρευμα –το καλύτερο!- στην πελατεία.
Άκουγες ξαφνικά τη φωνή τους να σκίζει τον ουρανό, δυνατή, μακρόσυρτη, φορές ένρινη και φορές με ένα χαριστικό αθίγγανο αξάν, στα καλά του καθουμένου κυρίως τα πρωινά ή νωρίς τα μεσημέρια απ’ τα μεγάφωνα, πού ’χαν στεριωμένα πάνω στα φορτηγάκια τους. Από το πόσο μακριά ακουγόταν αυτή η φωνή γνώριζαν και οι νοικοκυρές σε πόση ώρα θα έφτανε ίσαμε το κέντρο της δικής τους γειτονιάς, ίσαμε το δικό της σταυροδρόμι ο πλανόδιος πωλητής.
Οι γυναίκες ετοιμάζονταν ψάχνοντας για ψιλά στα πορτοφολάκια τους, φόραγαν τις μαντήλες τους –για τον ήλιο κυρίως, και κατέβαιναν να ανταμωθούν μεταξύ τους αλλά και με τον πλανόδιο πωλητή. Γεγονός ξεχωριστό γιατί εκεί γύρω από το Ντάτσουν ή το Τογιότα αυτοκίνητο του πλανόδιου, γινόταν μεγάλο πανήγυρι, μεγάλο αλισβερίσι.
Σε κάποιο απόσκιο από μπαλκόνι ή χαγιάτι, κάθονταν όλες οι γειτόνισσες μαζεμένες και συζητούσαν όσο τον περιμένανε να σκάσει μύτη, για χίλια μύρια πράγματα· για το τι θα μαγειρέψουν σήμερα ή αύριο, με ποιόν λογοδόθηκε η Κικίτσα της κυρά Πάτρας, για το κήρυγμα του παπα Δημήτρη πού ’κανε την Κυριακή, για το μπατάνισμα στις αυλές και στο δρόμο, για τα σαράντα του Χαραλάμπη, για…. για…..
Κι όταν έφτανε επιτέλους κι ο πλανόδιος, τότε οι νοικοκυρές ξεκινούσαν άλλες διαδικασίες, άλλες κουβέντες ανάλογα με το αν ήταν ο ψαράς, ο καρπουζάς, ο έμπορος ειδών προικός, ή όποιος…
- Φρέσκα φαίνονται τα σαφρίδια!
- Γόπες μη μου βάλεις, είναι το μάτι τους θολό! Μπαγιάτικες μας
έφερες, μικρά παιδιά έχουμε ψοφίμια θα τα ταγίσουμε;! - Θράψαλα είχες πει ότι θα φέρεις, που τά ’χεις και δεν τα γλέπω!;
- Μεγάλο καρπούζι μου διάλεξες, τι να το κάνω! Πιάσε ένα πιο
μικρό! - Για χτύπα το καρπούζι να το ακούσω!
- Ζουλιούνται τα πεπόνια σου πολύ, γινωμένα και μοσχομυρίζουν!
Μπράβο! Όχι σαν τα ξυλάγγουρα της προηγούμενης φοράς! - Ωραίο αυτό το εμπριμέ! Δυο σετ σεντόνια θέλω! Σε πόσες δόσεις
θα μου κάνεις; - Αυτό εκεί! Το σκούρο πράσινο! Ναι αυτό, πόσα μέτρα έχεις για
φουστάνι θέλω!
Η γνωριμία δε, των γυναικών της γειτονιάς με τον κάθε πλανόδιο κράταγε χρόνια πολλά και τις περισσότερες τις ήξερε αυτός και τις θυμόταν καλά και μάλιστα με τα μικρά τους τα ονόματα!
Ήξερε και τα χούγια και τις ιδιοτροπίες τους… Ποια φεσώνει πιο πολύ και ποια καλοπληρώνει. Ποια θίγεται εύκολα και ποια είναι η πιο καλαμπουρτζού. Ποια χήρεψε πρόσφατα και ποια ετοιμάζεται για να παντρέψει κόρη….
Ο καρπουζάς, ο ψαράς, ο έμπορος…..
Βγαίνω έξω στο μπαλκόνι. Από κάτω μου έχει σταματήσει ένα κόκκινο Ντάτσουν, με την καρότσα του κατάφορτη από καρπούζια. Στα μεγάφωνα συνεχίζει η ηχογραφημένη φωνή.
«Είναι γλύκα είναι μέλι, τα καρπούζια του Βαγγέλη….!»
Έτρεξα και πήρα το πορτοφόλι μου, φόρεσα σαγιονάρες και κατέβηκα στο δρόμο γεμάτος χαρά! Γνωρίστηκα με τον Βαγγέλη. Του είπα πώς με λένε και ψώνισα! Μιλήσαμε για λίγο. Έπρεπε να φύγει, θα τράβαγε για το άνω Χαλάνδρι.
«Βασίλη, θα περάσω πάλι την άλλη Κυριακή!» μου είπε!
«Νά ’χεις και πεπόνια!» του παρήγγειλα.
Μου το υποσχέθηκε!
Σήμερα αγόρασα το πρώτο μου καρπούζι του καλοκαιριού!
Είναι γλύκα, είναι μέλι και γεμάτο αναμνήσεις!
……………………………….
Photo by Magnus Olin on Unsplash