Κι αν βρεις την άνοιξη, τί θα την κάνεις;
Μήπως θα βγεις ν’ ακούσεις τα πουλιά;
Μήπως χέρι θ’ απλώσεις σ’ όμορφα κλαδιά, λουλούδια, άνθη σιωπηλά;
Θ’ ανοίξεις άραγε πατζούρια της καρδιάς και της ψυχής σου το γλυκό απόσταγμα γλυκάνει τη ζωή σου;
Θα τρέξεις σε λιβάδια κρατώντας απ’ το χέρι το παιδί;
Θα δώσεις αγκαλιά σ’ άνθρωπο πονεμένο;
Σε ζωντανό που σε κοιτά στα μάτια μ’ αγάπη αληθινή, θα δώσεις ένα χάδι;
Κι αν έρθει η άνοιξη που αναζητάς, αλήθεια, τί θ’ αλλάξει;
Σάμπως και οι χαμοί δε θα ‘ναι, τα σύννεφα τα μαύρα θα εξαφανιστούν θαρρείς;
Ή των καημών σιγήσουν οι λυγμοί με μιας;
Δρόμοι λες ν’ ανοίξουν στο δίκαιο και τη χαρά, την πίστη και τη γνώση; Του εαυτού εχθροί αυτοί καμιά φορά, μπορεί να μην αντέξουν…
Ή της αυτογνωσίας το ποτήριο έχεις πιει κι όλα φαντάζουν αλλιώς φωτισμένα;
Θα φταίει λες η άνοιξη…
Και αν την έβρεις τελικά θα πάψεις τα παράπονα;
Ή θα αρχίσεις άλλα, γιατί ζέστες πολλές θα έρθουν στη σειρά, τα σώματα θα βγουν στην πασαρέλα πάλι και τα δέρματα πρέπει να στέκονται ίσια και σφριγηλά…
Και πώς να τη χαρείς ετούτη τη στιγμή, όταν δε θα ‘χει μείνει τίποτα στην άκρη όρθιο;
Μια βόλτα θα θες να πας, μα δεν…
Ας έρθει ετούτη η άνοιξη με το καλό
Και κάνε μια προσπάθεια πρώτη, να μη χαρείς πολύ, ούτε να λυπηθείς, ν’ αντέξεις το φως, ν’ αντέξεις τον ήλιο όπως θα λάμπει…
Ν’ αφήσεις τα μελίσσια να τρυγήσουν στην αυλή σου αν έχεις
Κι αν όχι βγες να πας να δεις με τι σοφία ζουν και σου προσφέρουν
Ζωή ξεκάθαρη
Με τούτα και με κείνα
Εσύ αυτό, εγώ εκείνο, μαζί το άλλο
Κι αν πάλι δε σ’ αρέσει, κράτα και φύλαξε χειμώνα για τα μέσα σου τα σκοτεινά δωμάτια
Και μείνε μόνος και σκέψου, σκέψου πολύ
Και διάβασε, μελέτησε και πάρε αποφάσεις
Κι αν δεν μπορείς, ησύχασε που δεν μπορείς και κράτα το κι αυτό μ’ αγάπη
Γιατί δικό σου είναι
Κι όταν το σιχαθείς, δώσε του μια και πέτα το…
Είδες; Δεν ήταν τόσο δικό σου τελικά!
Κράτα την άνοιξη που έχεις μέσα σου, εκείνη την παλιά
Όχι αυτήν που θά ‘ρθει
Σ’ αυτή μη δώσεις νόημα κανένα, αξία και ένα κοίταγμα μη ρίξεις, θα χαθεί
Κράτα εκείνη την παλιά την άνοιξη των έντεκά σου χρόνων
Τη γνήσια, την καθαρή, τη φωτεινή, τη μυρωδάτη εκείνη άνοιξη πιάσε από το χέρι και δώσε της αξία
Ψάξε την, πλησίασέ την, ψάξε την ξανά κι όταν με σιγουριά τη δεις ότι είναι αυτή
Σκύψε και πες της σ’ αγαπώ…
Εγώ ήμουν πάντα εδώ για σένα
Εσύ γιατί με άφησες;…
Ελπίδα Π.