Η κουβέρτα
Τις φωνές ακόμη τις άκουγε σαν έκλεινε τα μάτια του για ύπνο, φορές, εκεί που είχε κάνει το γιατάκι του, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Σχεδόν κάθε βράδυ οι ίδιες φωνές έστηναν πανηγύρι στο μυαλό του μέσα.
Τις ίδιες φωνές άκουγε και τώρα, που περπάταγε σε αυτήν την γειτονιά, κι ας ήταν πλέον μέρα μεσημέρι. Μια γειτονιά που δεν την ήξερε και τόσο καλά. Για αυτό και πήγαινε έτσι ψαχτά, με τις λίγες πληροφορίες, που έπαιρνε από τις αγνώστους γύρω τριγύρω που ρώταγε -όσοι δηλαδή του απαντούσαν και δεν γύρναγαν τρομαγμένοι αλλού το πρόσωπο, ή αηδιάζοντας δεν έσκυβαν το κεφάλι ανοίγοντας κι άλλο το βήμα, αποφεύγοντάς τον.
Φωνές και ουρλιαχτά στο μυαλό του μέσα, τα βράδια αλλά και τώρα, εδώ στο περπάτημά του, το βιαστικό.
Και ήταν αυτή η τελευταία του πια δικαιολογία για την πρέζα: για να μην ακούει τις γυναικείες φωνές, που φώναζαν άλλοτε στους γειτόνους και άλλοτε στον ίδιο το Θεό, σε βοήθεια. Με την πρέζα και τη μαστούρα δεν τις άκουγε, χάνονταν αλλού! Κι έτσι έγιναν αυτές η τωρινή του δικαιολογία. Γιατί στην αρχή η πρώτη του δικαιολογία, εκεί στα δεκάξι του χρόνια, για την πρέζα ήταν ο χαβαλές. Όχι για την πρέζα -όχι ακόμη, τότε στην αρχή ήταν το χασίσι.
Ο χαβαλές και το αντριλίκι με την λυκοπαρέα -γιατί τελικά φίλους δεν τους έλεγες, σε μια δεκαετία του ογδόντα, που η εφηβεία ήθελε άγρια μουσική, μηχανάκια, γκόμενες και χασίσι· αν δηλαδή ήθελες να λέγεσαι άντρας -πρώιμος έστω.
Μετά, η δικαιολογία ήταν ο έρωτας και ο καημός. Η απογοήτευση. Μαζί με αυτήν ήρθε η πρέζα. Με την απογοήτευση δηλαδή, την Τέτα και τον Σάκη. Και όχι με αυτήν την σειρά.
Αρχικά ήταν ο Σάκης. Αυτός ήταν ο πρώτος που πάσαρε την σύριγγα, με ένα “Έλα ρε μαλάκα, τί κολλάς; Έλα να κάνουμε κεφάλι! Μια φορά, δεν πειράζει!”
Μετά ήταν η Τέτα, ο μεγάλος του πρώτος έρωτας, η πρώτη σοβαρή του σχέση –τουλάχιστον αυτό πίστευε εκείνος. Γιατί στην Τέτα και στην μάνα της, άλλο αρσενικό μεγαλύτερο στην ηλικία και φραγκάτο, είχε καλογυαλίσει. Ο μεγαλογιατρός της πόλης. Δεν ήθελαν και πολύ μάνα και κόρη τον τύλιξαν εύκολα τον γιατρό με μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της ανήλικης και κατόπιν τον χόρεψαν στου Ησαΐα τις στροφές, για να σκεπάσουν το σούσουρο, να σώσουν την υπόλειψη του γιατρού και το μέλλον της κόρης.
Έξω απ’ το χορό έμεινε ο Γιώργης και ας τα “είχαν” με την Τέτα δυο χρόνια τώρα. Μεγάλος έρωτας η Τέτα και μεγάλη απάτη βέβαια. Έτσι ήλθε και η μεγάλη απογοήτευση. Σάκης, Τέτα, σύριγγα. Αυτή ήταν η σειρά της καταστροφής του. Όταν το κατάλαβε η μάνα του, ήταν αργά. Είχε εθιστεί.
Όπως ήταν αναμενόμενο ακολούθησαν και πήραν την σειρά τους τα ιδρύματα. Ένα συνεχές μπες – βγες σ’ αυτά. Ένα συνεχές μπες – βγες και στην πρέζα. Στρατό δεν πήγε ποτέ. Βγήκε Ι5. Δεν δούλεψε και ποτέ του. Όσες προσπάθειες είχε κάνει στις φάσεις της απεξάρτησης, δεν του βγήκαν σε καλό. Ούτε αυτές. Άσε, που γρήγορα κύλαγε πάλι στο ναρκωτικό. Είχε πια και την φήμη την άσκημη στη πατρική του πόλη. Κανένας δεν τον έπαιρνε σε δούλεψη.
Απόβλητος. Αυτό ένοιωθε. Απόβλητος στον έρωτα. Απόβλητος στη δουλειά. Απόβλητος σ’ αυτήν την πόλη.
Η μάνα του μόνο ο μόνος σταθερός του βράχος. Εκεί να τον στηρίζει πάντα. Η μάνα του μόνο, γιατί ο πατέρας του μετά το διαζύγιο, εξαφανισμένος ήταν -ήδη απ’ τα πεντάχρονα του Γιώργη. Στη Γερμανία, μετανάστης είχαν μάθει πως είχε καταλήξει. Αυτά ήταν τα τελευταία νέα πού ’χαν κυρά Γιαννούλα και Γιώργης για κείνον και που από τύχη τα είχαν μάθει. Πέτρα μαύρη αυτός, ξαφανισμένος.
Η κυρά Γιαννούλα μόνη εκεί για το μοναχοπαίδι της. Η κυρά Γιαννούλα, η καλή εργάτρια στα εκκοκκιστήρια βάμβακος, που βρίσκονταν έξω από την πόλη, η καλή μάνα για το Γιώργη. Και αυτός, αντί να προσπαθεί να καθαρίσει μια και καλή, όλο και έπεφτε πιο βαθιά στην πρέζα. Ένας φαύλος κύκλος.
Αυτά σκεφτόταν κάθε βράδυ πού ’πεφτε για ύπνο, εκεί στην είσοδο της πολυκατοικίας, πίσω από την κεντρική πλατεία στα Εξάρχεια. Μετά έρχονταν στο κεφάλι του μέσα, οι φωνές οι γυναικείες. Τα ουρλιαχτά και τα παρακαλετά για βοήθεια. Οι φωνές της μάνας του.
Οι φωνές που ’βγαζε η κυρά Γιαννούλα, όταν την έδερνε, για να του δώσει χρήματα να πάρει πρέζα. Είχε σταματήσει πια να την κλέβει, στα κρυφά. Δεν είχε νόημα. Τα λεφτά που έλειπαν ξαφνικά κι ανώνυμα από το πορτοφόλι και από τις κρυφές γωνιές του σπιτιού, κοροϊδία ήταν. Στη θολούρα και στην στέρηση μέσα, της βούταγε την τσάντα και έβγαζε από μόνος του τα λεφτά. Όταν αυτή αντιστεκόταν -όχι από τσιγκουνιά αλλά σε προσπάθεια να τον κρατήσει καθαρό, τη χτύπαγε.
Ο Γιώργης δεν ήξερε τι έκανε, εκείνη την ώρα· χτύπαγε τον πόνο, που ούρλιαζε σαν τον λύκο στις φλέβες του, δεν χτύπαγε τη μάνα του! Όχι, την πρέζα χτύπαγε, που τον καλούσε και που όσο αυτός και νά ’θελε να της αρνηθεί, δεν γινόταν.
Στην στέρηση, δεν ήταν κείνος, ο Γιώργης. Άλλος γινόταν. Ένας Γιώργης-κτήνος. Στην στέρηση, δεν ήταν η μάνα του τ’ απέναντί. Άλλη ήταν. Μια ξένη, ένα εμπόδιο στην ανάγκη της “πείνας”. Η φωτιά στις φλέβες και στο μυαλό του τον έκαιγαν, τον τύφλωναν.
Το χέρι τής είχε γυρίσει πίσω από την πλάτη, προκειμένου να την κάνει να αφήσει την τσάντα, για να της πάρει τα λεφτά. Τότε ήταν που είχε ουρλιάξει πιότερο από ποτέ η κυρά Γιαννούλα.
Αυτές τις φωνές εκεί στο γύρισμα του χεριού πίσω από την σπάλα, άκουγε τα βράδια που ’πεφτε για ύπνο ο Γιώργης, στο κεφάλι του μέσα, σαν απόηχος, σαν τιμωρός, σαν τύψη.
Από το σπίτι είχε φύγει. Με τα λεφτά εκείνα, που είχε κλέψει από τη μάνα του. Πρέζα πήρε από τον Σάκη και εισιτήριο την επόμενη μέρα για Αθήνα. Σπίτι, δεν γύρισε ποτέ ξανά. Στους δρόμους έμενε από τότε. Στην κλεψιά και πολλές φορές και στην πορνεία για χάρη της πρέζας.
Στα σαράντα του κοντά τώρα, κι όλα αυτά φάνταζαν απόηχος μιας προηγούμενης ζωής. Φθαρμένες εικόνες όλα. Φθαρμένος και αυτός. Σκιά του νου οι αναμνήσεις, σκιά της ζωής εκείνος.
Ζωντανές κι ανήμερες μόνο εκείνες οι κραυγές.
Γιατάκι είχε κάνει αυτή την είσοδο στην παλιά μπλε πολυκατοικία, πάνω από την πλατεία Εξαρχείων. Μια άλλη κυρά Γιαννούλα τον φρόντιζε τώρα -σύμπτωσή και αυτή! που τον είχε περιμέζεψει τον φετινό χειμώνα· είχε χιονίσει φέτος βαριά, ακόμα και στην πρωτεύουσα!
Καθισμένο τον είδε να τουρτουρίζει στην άκρη από τα σκαλοπάτια, σαν έμπαινε στην πολυκατοικία. Τίποτε δε του είπε. Σημασία δεν του έδοσε. Μέσα μπήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Μετά από λίγο κατέβηκε ξανά κάτω κρατώντας πράματα στα χέρια. Κουβέρτα του είχε φέρει, μια χοντρή βαριά κουβέρτα σε χρώμα κροκί -και φαγητό.
Ούτε που του μίλησε. Σαν να τον ήξερε χρόνια, δίπλα του τα άφησε ευγενικά, απλά και ήσυχα. Έφυγε ξανά μετά, ήσυχα όπως είχε κατέβει. Με αξιοπρέπεια τον είχε κοιτάξει λίγο πριν την καταπιεί το κουβούκλιο του ασανσέρ στο βάθος.
Κι έγινε αυτό συνήθεια.
Κάθε βράδυ του κατέβαζε φαγητό και κάποια πρωινά σαν ξύπναγε, θολωμένος από την πρέζα, έβρισκε δίπλα του τυρόπιτα και γάλα σοκολατούχο. Έτσι έγινε η αρχή γι’ αυτή τη σχέση αμίλητης φροντίδας, με τούτη δω την κυρά Γιαννούλα· στα μουγκά, με τυρόπιτες, γάλα σοκολατούχο και γεύματα βραδινά. Ώσπου ένα απόγευμα αργά, που επέστρεφε από τις χίλιες γύρες του στους δρόμους της Αθήνας, εκεί σε αυτά τα σκαλιά, στο γιατάκι του, βρήκε να τον περιμένει ένα ράντζο.
Ένα ράντζο, από κείνα τα παλιά, της εκστρατείας όπως τα λένε, είχε βρει την θέση του στην αριστερή μεριά της εισόδου της πολυκατοικίας, στο μέρος που ξάπλωνε. Ένα ράντζο εκστρατείας, που ήταν όμως στρωμένο με την κροκί κουβέρτα του. Και επιπλέον είχε και ένα μαξιλάρι πάνω του και δίπλα από αυτό μια σακούλα, νάιλον διαφανή. Ρούχα είχε μέσα εκείνη η σακούλα. Το έβλεπε καθαρά.
Σαστισμένος έμεινε να τα κοιτά. Χωρίς να ξέρει τί και πώς. Τα φώτα στο διάδρομο της πολυκατοικίας άναψαν και λίγο μετά βγήκε από την πόρτα η κυρά Γιαννούλα. “Δικά σου είναι μην τα χαζοκοιτάς!” του είπε, “ξάπλωσε και σκεπάσου, κρύο θα κάνει κι απόψε. Κάτω απ’ την κουβέρτα έχει σλίπινγκ μπάγκ. Μέσα να χωθείς, θά ’ναι ζεστά!”.
Με αυτά της τα λόγια, του άφησε φαγητό πάνω στο κομοδίνο -που τώρα μόλις το πρόσεξε κι αυτό ο Γιώργης ανάμεσα στο ράντζο και στο γυαλί από την ξώθυρα της πολυκατοικίας. Τα μάτια του βούρκωσαν. Θά ’χε λοιπόν και κομοδίνο! Ένα μικρό παλιακό ξύλινο και μαύρο επιπλάκι, με ντουλαπάκι και συρτάρι! Δεν του χρειαζόταν η αλήθεια ήταν, μα έδινε αυτή την λεπτομέρεια σε τούτη την γωνιά, που από “είσοδο”, την είχε κάνει “δωμάτιο” και πλέον… “σπίτι”!
Τον είδε που βούρκωσε, η κυρά Γιαννούλα και σα να τσουτσούρωσε και κείνης η τρίχα. “Καληνύχτα!” του είπε απλά και μάλλον λίγο βιαστικά για να κρύψει την συγκίνησή της και μπήκε πάλι μέσα.
Έτσι, με φαΐ, και καληνύχτα πέρασαν οι μήνες και συμπληρώθηκε ένας ολόκληρος χρόνος.
Και κάθε φορά, που επέστρεφε στο “σπίτι” του στην είσοδο της πολυκατοικίας ο Γιώργης -και ας έλειπε συχνά για πολλά βράδια σερί, γιατί η μαστούρα του τον ξημέρωνε αλλού, ήξερε εκείνος, πως θα έβρισκε φαΐ και κάποιον για να “σκεπαστεί”. Κάτω από τις φτερούγες της τον “σκέπαζε” αυτή η κυρά Γιαννούλα, η Αθηναία, με τον μόνο τρόπο που μπορούσε, με πρόσχημα κι αρχή μια κουβέρτα σε χρώμα κροκί.
Λίγα αλλά και τόσο πολλά μαζί, για τον Γιώργη τούτα!
Περπάταγε τώρα όμως, με τις φωνές της μάνας του στο κεφάλι να ουρλιάζουν, με την σακούλα τη νάιλον στα χέρια του γεμάτη και βαριά και με τους περαστικούς να τον αγνοούν στις ερωτήσεις του. Μια οδό έψαχνε. Την Ηρακλείου. Την “Ηρακλείου” και την “Τράλλεων!” Έψαχνε και περπάταγε. Περπάταγε και ρώταγε. Κάποιοι τον αγνοούσαν αλλά και κάποιοι έδειχναν συμπόνοια και του έλεγαν. Τον καθοδηγούσαν. Έτσι το βρήκε, το νεκροταφείο της Βάθειας. Εκεί του είχε υποδείξει το χαρτί να πάει, που είχαν σαν αφίσα κολλήσει στο τζάμι της εισόδου της πολυκατοικίας.
Ο Γιώργης είχε λείψει πολλά βράδια από το γιατάκι του. Όπως κάθε φορά όμως, είχε επιστρέψει στο “σπίτι” του. Τον είχε αναγκάσει και το κρύο, που έπιανε πια για τα καλά. Το ράντζο του ήθελε τώρα και την κουβέρτα του και το φαΐ της κυρά Γιαννούλας με την καληνύχτα της.
Κείνο το πρωί, είχε γυρίσει στο “σπίτι” του και πριν καλά καλά καθίσει στο ραντζάκι του, τα μάτια του έπεσαν στη τζαμαρία της εισόδου και στο κηδειόχαρτο! Νηφάλιος ήταν, αλλά διάβασε το χαρτί πολλές φορές για να είναι σίγουρος. Νόμιζε πως δεν διάβαζε καλά, πως λάθευε.
“Ιωάννα Παπανικολή”, έγραφε το χαρτί. Συγκεκριμένα έγραφε: “Την πολυαγαπημένη μας θεία Ιωάννα Παπανικολή”. Και μετά “κηδεύομε την Τρίτη 27/11/2011… Β΄ Νεκροταφείο Αθηνών… Ηρακλείου και Τράλλεων”… Ο Γιώργης δεν ήξερε πότε ήταν αυτή η Τρίτη 27/11/2011 -για την ακρίβεια η χθεσινή ήταν, και δεν τον ένοιαζε.
Η κυρά Γιαννούλα, ήταν το μόνο που τον ένοιαζε. Ούτε το ράντζο είχε πλέον σημασία, ούτε η κουβέρτα η κροκί αλλά ούτε και αυτό το παλιακό του κομοδίνο. Η κυρά Γιαννούλα, ήταν το μόνο, που τον ένοιαζε. Ούτε η πρέζα τον ένοιαζε τώρα, μόνο η Αθηναία προστάτιδά του. Και εκείνη είχε πια φύγει!
Ήταν πρωί και έκανε ήδη αρκετό κρύο. Το βράδυ το κρύο θα περόνιαζε. Ο Γιώργης σηκώθηκε, έβαλε με προσοχή αυτό που ήθελε σε μια σακούλα νάιλον διαφανή που είχε χωμένη στο κομοδίνο του και έφυγε από την πολυκατοικία. Πήρε τους δρόμους, ξεκινώντας να ρωτά!
Έτσι κατέληξε εδώ, στην Ηρακλείου και Τράλλεων. Στο νεκροταφείο της Βάθειας. Μα σε αναζήτηση δεν τελείωσε. Μπήκε στο κοιμητήριο και συνέχισε να ψάχνει. Αυτή τη φορά τα μνήματα, τους τάφους. Τόσοι πολλοί, τόσοι μαζεμένοι. Τάφοι, νεκροί, μάρμαρα… μια ζάλη. Και αυτές οι φωνές, μια Ερινύα να ουρλιάζει στο κεφάλι του μέσα, με τις στριγκές της μάνας του!
Ένα παπά βρήκε. Από το ράσο τον έπιασε, επιτακτικά παρακαλεστά, τον ρώτησε. Τον λυπήθηκε ο παπάς. Τον πήρε από το χέρι. Τον οδήγησε, ανάμεσα από τα μάρμαρα· στο βάθος τον πήγε και σταμάτησε μπροστά σε ένα φρέσκο ακόμα μνήμα, χωρίς μάρμαρο από πάνω, με το χώμα του νωπό ακόμα.
“Εδώ παιδί μου…” του είπε. Τον άφησε μετά, έφυγε. Κατάχαμα κάθισε ο Γιώργης με τη νάιλον σακούλα ανάμεσα στα σκέλια, στις πλάκες καταγής, δίπλα από το σωρό το χώμα, που μέσα έκρυβε την κυρά Γιαννούλα, την Αθηναία!
Σιωπηλός, έμεινε εκεί για ώρα αρκετή. Οι φωνές στο κεφάλι του είχαν σταματήσει και εκείνες πια. Σιωπή παντού τριγύρω. Μέσα κι έξω από τον ίδιο. Χωρίς δάκρυα, μια προσευχή είπε. Τη μόνη που ήξερε. Ένα “πάτερ ημών” και αυτό μπερδεμένο· σηκώθηκε μετά, κάνοντας το σταυρό του. Άνοιξε με φροντίδα τη σακούλα και έβγαλε από μέσα την κροκί κουβέρτα. Την ξεδίπλωσε και την τίναξε λίγο στον αέρα να ισιώσει καλά. Σκέπασε μ’ αυτήν το χώμα του τάφου, τεντώνοντάς την καλά σε όλο της το μήκος, να το πιάσει από άκρη σ’ άκρη. “Κρύο θα κάνει απόψε κυρά Γιαννούλα, καλά σκεπάσου!” και αμέσως μετά “Καληνύχτα!”
Έφυγε από το νεκροταφείο ο Γιώργης. Τώρα δεν θα χρειαζόταν να ρωτά τους περαστικούς και εκείνοι να αδιαφορούν, για το που θα πάει. Ο Γιώργης ήξερε. Τα βήματά του μόνα τους τον οδηγούσαν, αποφασισμένα.
Για τελευταία φορά στη ζωή του ο Γιώργης τράβηξε για τον ΟΚΑΝΑ.
Για τελευταία φορά, μιας και το ήξερε μέσα του βαθιά. Το είχε αποφασίσει τώρα, όχι για τον εαυτό του, αλλά για τις κυρα Γιαννούλες, τις δυο δικές του, αλλά και όλες τις άλλες αυτού του κόσμου…