Η υπόσχεση…
Ξαφνικά, θα έλεγα, την είδα μπροστά μου! Μαντήλα φόραγε και δυο βαλίτσες κράταγε βαριές, που τις ακούμπησε χάμου, στο πάτωμα.
«Συγνώμη παιδί μου, πάλι απροειδοποίητα έρχομαι…», μου είπε μ’ έναν τόνο απολογητικό, λες και μ’ έφερε σε δύσκολη θέση, μ’ αυτόν τον ερχομό της.
Από μακριά ερχόταν κι από δρόμο μακρύ. Μη με ρωτάς πώς το γνώριζα. Στα όνειρα μερικά πράγματα απλά τα ξέρεις, χωρίς να έχεις ποτέ πληροφορία κι ενημέρωση.
Στα όνειρα βουτάς σε άλλο κόσμο, με άλλες συνθήκες…
«Δεν πειράζει μάνα, καλά έκαμες… είχα καιρό να σε δω!» της είπα.
Κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα απ’ το κρεβάτι. Εγώ ξαπλωμένος κι άρρωστος, καιγόμουν απ’ τον πυρετό.
«Να’ ρχεσαι όποτε θες…» συμπλήρωσα, ήθελα να της πω κι ακόμα «μου λείπεις μάνα» μα, τ’ αποσιώπησα· δεν ξέρω γιατί, μη με ρωτάς.
«Άρρωστο είσαι παιδί μου, πώς να μην ερχόμουν,… αδυνατίσει έχεις…»
Μ’ έτρωγε η ανυπόμονη ερώτηση στην άκρια της γλώσσας, μου την βασάνιζε κι ήθελα τόσο να ρωτήσω την πεθαμένη μου μάνα, πού χε κάνει μετά από τόσο καιρό τον κόπο, να έρθει στα εμπύρετα όνειρά μου. Δεν βάσταξα άλλο. Τη ρώτησα.
«Καλά θα γίνω, μην ανησυχείς. Συ, πώς είσαι μάνα; Συ είσαι καλά;»
Δε μ’ απάντησε. Αμίλητη καθόταν και με κοιτούσε.
«Θυμάσαι, τί ‘χαμε πει μάνα, τότε σα ζούσες; Σαν φύγεις, τρόπο να βρεις και νά ‘λθεις σ’ όνειρο ή άλλο τρόπο, όποιο νά βρεις… και να μου πεις αν κει πού ‘σαι, είναι καλά· τα χαμπέρια σου δε μου ‘χεις φέρει. Υπόσχεση είχαμε δώκει, θυμάσαι;»
Την κοίταξα στα καστανά της μάτια, σαν απόσωσα τα λόγια μου.
Ένταση είχε το δικό της βλέμμα, καθώς μου τ’ αντιγύριζε. Ένταση και παράπονο. Σα νά ‘θελε και να μην μπορούσε.
Ντράπηκα, που την πίεζα. Γύρισα αλλού το πρόσωπό μου.
Ήξερα ότι ήταν όνειρο, πως είχα πυρετό, πως είχε έλθει να με δει στην μεγάλη μου ανάγκη. Πάντα έτσι έκανε. Στην ανάγκη μου πάντα ήταν εκεί. Και στα δυο παιδιά της.
Σηκώθηκε όρθια.
«Άι, τώρα! Ο πυρετός μιλά!» μ’ απέφυγε· κι εμένα και την δύσκολη κατάσταση, που την είχα φέρει.
«Παραληρείς παιδί μου, κομπρέσες με νερό κρύο και ξύδι θα σου βάλω. Έτσι σας έκαμα κι όταν παιδιά σας είχα».
Με κοίταξε μ’ αγάπη. Πάντα έτσι με κοιτούσε και στα καλά και στ’ άσχημά μου.
Άπλωσε το χέρι και με χάιδεψε στο πρόσωπο ένα γύρω. Στο μέτωπο στάθηκε το χέρι της στο τέλος ακουμπώντας με, με τρία από τα δάχτυλα τ’ αριστερού χεριού της.
«Αδυνάτισες μωρέ παιδί μου! Έφυγα και διόλου συ δεν τρως…»
«Μονάχος έμεινα, μάνα» είπα «μαγειρεύω ό,τι μπορώ…» έκλεισα τα μάτια στον ύπνο μου μέσα, μα συνέχιζα να νοιώθω τα τρία δάχτυλα της δροσερά στο μέτωπό μου· κι έπειτα τις κρύες κομπρέσες ένοιωσα να μου σκεπάζουν το κεφάλι και να χώνονται μετά ανακουφιστικά κάτω απ’ τις δυο μου αμασχάλες -σαν τότε που ήμουνα παιδί και με γιατροπόρευε, για να πάρουν του πυρετού την κάψα. Αψιά μυρωδιά ξυδιού μου γιόμισε τα ρουθούνια κι έκανε τα μάτια μου να δακρύσουν.
Κοιμισμένος θαύμαξα γώ, με την ζωντάνια αυτού του ονείρου.
Κι από τη μυρωδιά ξυδιού, πιότερο τώρα μού ’λθε στις μύτες μέσα -σαν ευλογία- η γλυκιά μυρωδιά του κόρφου της καθώς έσκυψε από πάνω μου και με φίλησε εκείνη!
«Φεύγω γιε μου!» μού ‘πε «καλά θα γένεις…»
«Νά ‘ρχεσαι μάνα, νά ‘ρχεσαι» ψέλλισα.
«Στο νου μου σ’ έχω πάντα!» είπε κείνη και πια δε μύριζα το μόσχο της, είχα για τα καλά ξυπνήσει.
Δάκρυα είχαν στεγνώσει στα μάτια μου και είχαν γίνει τσίμπλες σαν τ’ άνοιξα με κόπο. Πυρετό δεν είχα πάνω μου καθόλου, μόνο μια υποψία ξυδιού στις ιδρωμένες μου μασχάλες και έναν απόηχο στ’ αυτιά μου της γλυκιάς υπόσχεσης… πως θά ‘ρχεται κι ας μην μπορεί πολλά για τ’ «απέναντι» να μου πει… αρκεί νά ‘ρχεται…