Απ’ την Τετάρτη έλειπα, εκτός Αθηνών. Στα Κύθηρα είχα πάει για δουλειές, ευχάριστες δουλειές, ναι.
Κυριακή μεσημέρι όμως τώρα κι επιστρέφω. Κυριακή μεσημέρι στο αεροδρόμιο των Κυθήρων με την πτήση να έχει ημίωρη καθυστέρηση κι εγώ να χαίρομαι μήπως και ακυρωθεί και ξεμείνω στο νησί μια μέρα παραπάνω.
Έφτασε όμως, παρά τις ελπίδες μου (φλούδες ελπίδες που έλεγε κι ένας φίλος), προσγειώθηκε το ΑΤR και όλοι οι επιβάτες ανεβήκαμε και τακτοποιηθήκαμε στις θέσεις μας με βαριά καρδιά, περιμένοντας στωικά, να τεθούν ξανά σε λειτουργία οι έλικες, που θα μας απομάκρυναν δι’ αέρος απ’ το νησί της Αφροδίτης.
Στεναχωρημένος που εγκαταλείπω πάλι το νησί μου, κάθομαι στην όσο πιο αναπαυτικά μπορώ θεσούλα [19Β –τις θέσεις που είναι πίσω, στην ουρά να προτιμάται, οι πιο ασφαλείς είναι στατιστικά αποδεδειγμένα σε περίπτωση αεροπορικού δυστυχήματος]. Δεν έχω πράγματα να κάνω. Ε, τον κόσμο παρατηρώ…
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων βλέπω τώρα στις διπλανές θέσεις και λίγο πιο μπροστά. Κάθε τόσο η κυρία σκύβει και κάτι του λέει του κυρίου –άντρας της είναι, δεν ξέρω, φαντάζομαι πως ναι. Έτσι τους θέλω, όμως εγώ: ζευγάρι. Κάτι του λέει λοιπόν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, χαμηλόφωνα. Εκείνος πάλι χωρίς αιδώ, χωρίς φραγμό της απαντά δυνατά. Δεν καταλαβαίνω τι λέει ακριβώς, αλλά βρίζει.
Οι βρισιές πάντα ακούγονται πιο δυνατά από τις άλλες όποιες λέξεις. Μη με ρωτάς γιατί, ούτε αυτό το ξέρω. Δεν είμαι εδώ για να ξέρω. Εδώ είμαι για να παρατηρώ και για να μαθαίνω. Αυτό έκανα σε όλη την πτήση…
Μετά από κάθε βρισιά και αρκετά συχνά, σχεδόν ανά δεκάλεπτο, ο κύριος –ας τον πούμε Βρασίδα ένα τέτοιο όνομα πολύ θα του πήγαινε, φωνάζει στην κυρία: «Χριστίνα, το χάπι μου το πήρα;»
Εκείνη υπομονετικά κάθε φορά ανοίγει την τσάντα, βγάζει κάτι και του το δίνει! Εκείνος το παίρνει και κατά βούληση, όπως δηλαδή του φανεί του Λωλοστεφανή άλλοτε το μασά κι άλλοτε το καταπίνει με δυο γουλιές νερό απ’ το μπουκάλι Βίκος που κρατά.
«Ποιος ξέρει τι αρρώστια έχει, Θε μου!» σκέφτομαι «και παίρνει τόσα φάρμακα, τόσο συχνά! ανά τέταρτο, αν έχεις το Θεό σου! Δυστυχία πολλή στον κόσμο και να μου το θυμηθείς αυτός από πολυφαρμακία θα πάει, κι όχι απ’ την αρρώστια του!» έτσι θαυμάζω κι απορώ εγώ και ως το σύνηθες μένω με την απορία.
Στο πιο πίσω κάθισμα απ’ τον ετοιμοθάνατο αθυρόστομο Βρασίδα, κάθεται μια Αγγλίδα.
Νεαρή, ψηλή ξανθιά, όμορφη -όσο όμορφες μπορούν να είναι οι Αγγλίδες. Έχει καθίσει στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο. Χαζεύει έξω τον γαλάζιο ουρανό και τη γαλάζια θάλασσα από κάτω. Ρομαντικό δε λέω, μαντάμ!
Στα πόδια της ωστόσο έχει μία μακρόστενη δίκιλη σακούλα γιομάτη με τα διάσημα λαδοπαξίμαδα του νησιού. Από τον καλύτερο φούρνο αγορασμένα: «Τα τραγανά του Καραβά» βέβαια! Κι εγώ από εκεί τα ψωνίζω, για να είμαι ειλικρινής.
Κάθε τόσο βάζει το χλωμό κρινοχεράκι της μέσα στη σακούλα, βγάζει ένα λαδοπαξίμαδο το κοιτά ηδονικά και το τρώει, με αυτά τα ηχηρά «κρατς- κρατς» της μασέλας της να ξεπερνούν σε ένταση το βόμβο από τους κινητήρες του αεροπλάνου.
«Κρίμα κοπελιά» σκέφτομαι «Έτσι στεγνά και ξεροφάι! Κάτι να βρέξεις την καταπιόνα σου, δε κρατάς φυλαγμένο σε τούτο το θεόρατο, ωστόσο χλιδάτο MISSONI φολκλόρ ταγάρι …. Χάθηκε λίγη τσιπούρα ή ρακί… και λίγο λαδοτύρι, ή έστω κασέρι, ένα κάποιο συνοδευτικό βρε αδελφέ…..»
Απτόητη εκείνη σ’ όλη την διαδρομή τσάκισε όλη τη λαδοπαξιμαδοσακούλα. Το τελευταίο παξιμαδάκι μόνο, έχασε το δρόμο για το στόμα της, σε μία αιφνίδια ανατάραξη του αεροπλάνου. Της έπεσε από το χέρι από το έντονα ταρακούνημα και πάει…
Ανέμελη εκείνη δεν έσκυψε να το πάρει. Το λαδοπαξίμαδο ντε, του Καραβά, που λυπημένο κείνο από τις αναταράξεις ταξίδεψε κατρακυλώντας στο πάτωμα κάτω από όλα τα καθίσματα ίσαμε το πιλοτήριο.
«Δε βαριέσαι» σκέφτομαι, «θα το βρει η έρμη η καθαρίστρια. Ποιος ξέρει πόσα και τι άλλα θά ’χουνε δει και αυτηνής τα μάτια!»
Η Αγγλίδα, ασυγκίνητη που πήγε στράφι το τελευταίο και λατρεμένο της παξιμαδάκι, βγάζει από την τσάντα της τώρα, για παρηγοριά πες το, μια λοσιόν ενυδάτωσης και περιποιείται επιμελώς τα μακρυκάνια της, ανασηκώνοντας και λιγάκι το αεράτο της φόρεμα, να, ίσα μόλις πάνω από το γόνατο.
Τι να πεις. Μετά τα όλοξερα παξιμάδια μια ενυδάτωση την έχει ανάγκη το σώμα!
Πάντως -και να της το αναγνωρίσουμε αυτό- τα γεμιστά μπισκοτάκια Παπαδοπούλου τα πήρε σαν της τα πρόσφερε λίγο μετά η αεροσυνοδός. Έτσι για τη λιγούρα, βρε αδελφέ, ε, μη προσβάλλουμε κιόλας και την αεροπορική εταιρεία, που τόσο νοιάστηκε να μας γλυκάνει!
Έχουν τρόπους εκεί στην Ιγκλατέρα, όχι σαν εδώ, στην Ελλάδα!
«Χριστίνα, το χάπι μου το πήρα; Ακούγεται πάλι ο Βρασίδας. Η έρμη η Χριστίνα κάτι ανοίγει μέσα στην τσάντα, βγάζει με τα δαχτυλάκια της τα ροζιασμένα μια παστίλια και του την δίνει. Ο Βρασίδας αυτή την φορά και αφού έριξε το μπινελίκι του την μάσησε πολύ ευχαριστημένος. Και η κυρά Χριστίνα ομοίως ευχαριστημένη συνέχισε να κοιτά μπροστά στο διάδρομο, με τρόπο χαμένο που φάνταζε σαν τούτος ο διάδρομος να μην έχει τέλος, αλλά ν’ απλώνεται μέχρι τα πέρατα γης και αιθέρων.
Την Αγγλίδα από το πολύ φαΐ την φαντάζομαι παχύσαρκη μέχρι να φτάσει στη Γηραιά Αλβιώνα και τον κυρ-Βρασίδα από τα πολλά φάρμακα τον φαντάζομαι από καθιστό σ’ ανάσκελο μέχρι να πιάσουμε Αθήνα.
Τη δουλειά όμως εγώ, γιατί «από πίτα που δεν τρως, τί σε μέλει κι αν καεί;».
Όπως και να έχει, μια παρέα άλλη, δυο ζευγάρια ηλικιωμένοι Γερμανοί στα μπροστινά μου, τώρα καθίσματα, βλέπουν απ’ τα φινιστρίνια τους από κάτω και μακριά το Τσιρίγο.
«Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει» κι έτσι σπεύδουν και οι τέσσερις να το αποχαιρετίσουν. Σα μικρά παιδιά κουνάνε τα χεράκια τους με τις παλάμες ανοιχτές σε ένα διεθνές αντίο. Θα τους λείψει το νησί, κει στο Βορρά τους. Δίκιο έχουν και ιδιαίτερα εκφραστικοί για Γερμανοί, θα τους το αναγνωρίσω.
Σηκώνω κι εγώ το δικό μου χέρι μπροστά από το φινιστρίνι και κοιτώ το Τσιρίγο που χάνεται στο βάθος.
«Γειά σου νησάκι μου!» του λέω και προσθέτω λίγο -μόνο λίγο- χαιρέκακα: «εγώ θα σε ξαναδώ σύντομα εκείνοι όχι.
Με είδαν οι Γερμανοί, που τους μιμήθηκα και γύρισαν και μου χαμογέλασαν όλοι τους πολύ ευχαριστημένοι. Τους έγνεψα κι εγώ, ο Ξένιος Έλλην, δήθεν στωικά και με κατανόηση… ε, δεν θα πιάσουμε και κουμπαριά τώρα, χάριν ενός κοινού αποχαιρετισμού!
«Χριστίνα, το χάπι μου το πήρα;» αναρωτήθηκε ξανά ο κυρ Βρασίδας, κάπου εκεί ανάμεσα σε άσχημες αναφορές στ’ Άγια. Τη χαρακτηριστική της κίνηση η κυρά Χριστίνα: το χέρι μέσα στη τσάντα! Δεν άντεξα ανασηκώθηκα λίγο στο κάθισμα να δω τί σόι φάρμακο παίρνει ο καψερός Τσιριγώτης!
Η κυρά Χριστίνα άνοιξε ένα μικρό πακετάκι από καραμελίτσες TUC και του έδωσε μία.
Placebo φίλε μου κι απάτη.
«Όχι κυρ Βρασίδα μου, δεν θα πας από πολυφαρμακία, εσύ σε κέντρο αδυνατίσματος μαζί με την Αγγλίδα θα πας να έχετε κι έκπτωση, αν βέβαια δεν πέσεις πρώτα σε κώμα ζαχάρου» του έστειλα νοερά την προειδοποίηση και σε δεύτερη σκέψη απόρησα ο παρατηρητής: «υπάρχουν ακόμα αυτές οι καραμελίτσες TUC! Από παιδί τις θυμάμαι κι έχω δεκαετίες να τις δω σε περίπτερο! Αθάνατες, τι να πεις! Να, σαν τον υπέργηρο Βρασίδα».
Με καθυστέρηση, λαδοπαξίμαδα, διεθνικές χαιρετούρες, βρισίδια και placebo πιάσαμε τον αερολιμένα του Βενιζέλου.
Κουρασμένος μπήκα στο σπίτι.
Λιμασμένος ο έρμος «φτερωτός οδοιπόρος», είπα να φτιάξω μακαρόνια, αλλά όχι!
Κάθισα με τα τραγανά του Καραβά, πού ’χα καβάτζα στο ντουλάπι της κουζίνας, κι έτσι ξεροφάι στέκομαι μπροστά στο χαζοκούτι κι αναρωτιέμαι:
Αν η κυρά Χριστίνα έδωσε το κανονικό φάρμακο στον Τσιριγώτη κυρ-Βρασίδα.
Αν η τετράδα των Γερμανών θα αξιωθεί ξανά ένα ταξίδι στο Τσιρίγο.
Αν η Αγγλίδα καλλονή έχει αρκετή λοσιόν ενυδάτωσης μέχρι την πατρίδα της ….. και ….. τι άλλο άραγε θα μπορούσε να είχε βρει από εκείνη την πτήση η καθαρίστρια, εξόν δηλαδή από ένα ορφανό και χαμένο λαδοπαξίμαδο…. Να, σαν κι αυτό που κι εγώ απολαμβάνω τώρα!
Ενα υπέροχο χρονογράφημα με πολύ ευαισθησία εκλεπτυσμένο χιούμορ καλοπροαιρετες σκέψεις καιχαρακτηρισμους
προσώπων,ωραίο δοσμένο, χαρακτηριστικό του συγγραφέα,!!! με τρυφεραδα τολμώ να πω,που σε παρασέρνει στο ταξίδι και σου αφήνει μια γλυκιά γεύση και επιθυμία και για άλλα ταξίδια,παρατηρώντας…παράλληλα όχι μόνο πρόσωπα.. Μπράβο του!! με ταξίδεψε με ένα χαμόγελο καθ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού 😊😊✈✈
Σας ευχαριστούμε!