Θέλω να λέω καλημέρες και να χαμογελάω!
Σ’ ένα καφέ κάθομαι, έξω στο τραπεζάκι του πεζοδρομίου. Είναι πρωί ακόμα, ώρα 09:00.
Στο Λιβάδι Κυθήρων βρίσκομαι, αλλά θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε οικισμός, ένα όποιο χωριό της επαρχίας μας.
«Έχει κατεβάσει πολύ κόσμο, φέτος το νησί!» μου λέει ο Νικόλας, ο σερβιτόρος «έχουμε πεθάνει στα πόδια μας από την κούραση» προσθέτει.
Τον κοιτάζω καλύτερα, πιο διερευνητικά. Ναι, τα μάτια του είναι κουρασμένα, αλλά το στόμα του χαμογελά.
Αρπάζω την ευκαιρία για να ρωτήσω με ενδιαφέρον το νεαρό.
«Από εδώ είσαι Νικόλα; Τσιριγώτης;»
«Όχι, από Αθήνα είμαι. Είναι το δεύτερο καλοκαίρι μου εδώ. Μ’ αρέσει. Σκέπτομαι να μείνω και τον χειμώνα».
Κοιτάζω τους περαστικούς. Όλους. Ξεχωρίζω και βάζω στην άκρη, αφαιρώ τους τουρίστες. Παρατηρώ τους ντόπιους, που πηγαινοέρχονται ή στέκονται έξω από τα μαγαζιά τους. Κουρασμένοι οι περισσότεροι. Κουρασμένοι αλλά και χαμογελαστοί.
Στο παραδίπλα τραπέζι, αριστερά μου, μία παρέα ηλικιωμένων ανδρών απολαμβάνουν το πρωινό τους καφεδάκι, κάποιοι από αυτούς και το τσιγαράκι τους.
Συζητούν. Οι φωνές τους -με το ντόπιο νησιώτικο τραγούδισμα στην εκφορά της γλώσσας, αυτό με το λυγμικό ανέβασμα της φωνής στο τέλος των λέξεων- πότε είναι δυνατές και πότε πιο χαμηλόφωνες (συνωμοτικά λες κι ανάλογα μ’ αυτό που συζητούν). Κανά δυο φορές έβαλαν και δυνατά με την ψυχή τους γέλια, από σκαμπρόζικο προφανώς αστείο, που ειπώθηκε σε κανονική ένταση, χωρίς ντροπή αλλά με την απενοχοποίηση των χρόνων, που κουβαλούν ετούτοι οι άντρες στις πλάτες τους.
Ρυτιδιασμένα τα πρόσωπα ολονών τους. Ρούχα καθαρά· παντελόνι υφασμάτινο και πουκαμισάκι κοντομάνικο φρεσκοσιδερωμένο. Μια ταμπακιέρα μισάνοιχτη, ασημένια επάνω στο τραπέζι τους -προσφορά ή κέρασμα για κάθε ενδιαφερόμενο φουμαδόρο.
Υπάρχουν ακόμα ταμπακιέρες;! σκέφτομαι και στο μυαλό μου ξεκινά το τραγούδι της η Βίκυ Μοσχολιού… γιατί μου έδωσες αυτήν την ταμπακέρα, για να μου γίνει και το κάπνισμα βραχνάς…
Ξανά γέλια από τα γερόντια παραδίπλα. Κι άλλο σκαμπρόζικο αστείο.
Γελάει μαζί τους και ο σερβιτόρος, που κάθεται όρθιος από πάνω μου.
«Μ’ αρέσει εδώ!» μου λέει αφού σβήνει το γέλιο του ο νεαρός Νικόλας «στην Αθήνα δεν την παλεύω. Θα μείνω και το χειμώνα εδώ!»
Μένω για λίγο σκεφτικός.
«Πόσο χρονών είσαι Νικόλα;» τον ρωτώ.
«Εικοσιτεσσάρων!» μου απαντά και σκάει χαμόγελο ξανά, ενώ ξεκινά να πάρει παραγγελία σ’ άλλο τραπέζι, όπου μόλις κάθισε ένα ζευγάρι Ελλήνων.
«Φρέντο καπουτσίνο καραμέλο, μέτριο με μαύρη ζάχαρη, όχι κανέλλα και με λίγη τρούφα σοκολάτας από πάνω» ακούω την παραγγελία της τριαντάρας κυρίας, με την φωνή της σοβαρή, πρωινή γρέζικη και ολίγον απαιτητική -σα να μην παίρνει αναβολές και αντιρρήσεις η μεγάλη της ανάγκη για καραμέλο.
Κοιτάω –ίσως με παράπονο, ίσως με περηφάνια- τον απλό σκέτο ελληνικό μου καφέ, που μεσιάζει στο λευκό φλυτζάνι.
Κοιτάζω και τα αντίστοιχα απλά ελληνικά καφεδάκια, που ρουφούν οι ηλικιωμένοι αριστερά μου με ήχους ηδονής συριστικούς με τα ρυτιδιασμένα και σκασμένα από τον ήλιο και τα χρόνια χείλη τους.
Τα χείλη τους, τα πάντα χαμογελαστά.
Στρέφομαι ξανά στο ζευγαράκι των τριαντάρηδων, τους τουρίστες από την Αθήνα προφανώς.
Δεν μιλούν καθόλου μεταξύ τους. Κουβέντα δεν έχουν ανταλλάξει. Έχουν βυθιστεί στις οθόνες των κινητών τους. Ναυαγισμένοι στο Instagram, στο facebook και στα e-mails.
Η φωνή μας χάθηκε, όταν τα μάτια μας σαγηνεύτηκαν από την οθόνη; αναρωτιέμαι.
Τα γερόντια σκάνε ξανά σε δυνατά και ηχηρά γέλια. Θαυμάζω τα ταλαιπωρημένα τους πνευμόνια και το ασίγαστο πνεύμα τους για ζωή.
Απ’ απέναντι μια κυρία ντόπια, φωνάζει χαρούμενα καλημέρα στη γειτόνισσα που μάλλον ξεκινά για δουλειά.
Μές στα απλά είν’ τα ωραία!
Ο Νικόλας με πλησιάζει ξανά για ψιλοκουβέντα. Κάτι κάνει να μου πει, αλλά τον κόβω απότομα, καθώς τον προλαβαίνω.
«Νικόλα, ξέρεις τι; εδώ να μείνεις τον χειμώνα!»
Με κοιτά με τα νεαρά του μάτια και με απόφαση με βεβαιώνει:
«Ναι, κύριε Βασίλη, εδώ θα μείνω!»
Ναι Νικόλα μου, εδώ να μείνεις. Εδώ, θα λες καλημέρες και θα χαμογελάς.
Στο τραπέζι πάνω, δίπλα από το φλυτζάνι με τον ταπεινό ελληνικό μου καφέ, ένα γλαστράκι βασιλικού μου χαμογελά!