Τα Τακτοποιημένα, είναι ένα είδος που ξεκουράζεται στην τοποθεσία «Ατάραχο». Στον τόπο του Ατάραχου υπάρχουν όλα τα καλά. Υπάρχει ηρεμία, ασφάλεια, άνεση και άπλα. Τα Τακτοποιημένα αγαπούν αυτόν τον τόπο. Από μικρά τα μάθαιναν να πηγαίνουν εκεί, να μη ζητούν τον ταραγμένο βίο και τις υποτιθέμενες χαρές του, γιατί πουθενά δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από τον Ατάραχο τόπο του τακτοποιημένου. Έτσι, όλα τα Τακτοποιημένα του μυαλού έμαθαν να αναζητούν από νωρίς τόπους που να του μοιάζουν, καθημερινότητα που να είναι συμβατή με το είδος του, που αντέχει να ζει με το τίποτα, αρκεί όλα να είναι τακτοποιημένα.
Τακτοποιημένη ζωή, τακτοποιημένη σχέση, τακτοποιημένο σπίτι, τακτοποιημένα παιδιά, τακτοποιημένη σκέψη, τακτοποιημένο το κάθε τι, στη θέση του και στο κουτάκι του, να μη βγαίνει έξω από το καπάκι τίποτα, να μην κρέμεται ούτε μια κλωστίτσα. Στον τόπο του Τακτοποιημένου, όλα πρέπει να είναι τακτοποιημένα, ατάραχα, σε ράφια και σε αποθήκες, σε ντουλάπες και ψυγεία, σε άλμπουμ και σακίδια, σε σαλόνια και τραπεζαρίες. Κι έτσι, πήραν το όνομά τους κι έγιναν τόποι τα Ατάραχα, που φιλοξενούν πολλά Τακτοποιημένα και πολλούς Τακτοποιημένους ανθρώπους.
Στον τόπο αυτό δεν υπάρχει φασαρία, δεν υπάρχει κακοκαιρία, ούτε ταραχή, δεν υπάρχει διαταραχή γενικευμένη, απαγορεύεται η είσοδος για όλους τους ταραχοποιούς σκέψης και συνειδήσεως, για όσους τολμούν να εκφράζουν και να εκφράζονται, να επιθυμούν και να είναι επιθυμητοί, να δέχονται και να δίνουν, να βρίσκουν και να μη χάνουν. Στον τόπο αυτό δεν υπάρχει κάτι έξω από τα όρια. Είναι όλα οριοθετημένα και σημαδεμένα με ανεξίτηλο χρώμα, σύρμα αντοχής και σύνορα ξεκάθαρα. Εγώ εδώ, εσύ εκεί. Κι έτσι όλα και όλοι είναι ευχαριστημένοι με τον δικό τους τρόπο στα όρια του Ατάραχου, του μοναδικού τόπου που συμμορφώνεται απόλυτα με το νόμο, το σωστό του σωστού, και το ιδανικό του ιδανικού.
Τακτοποιημένα όλα και πάντα στον ήσυχο τόπο του Ατάραχου. Εκεί μαζεύονται όλες οι αδυναμίες και ηρεμούν για όσα δεν μπορούν να κάνουν, εκεί όλοι οι φόβοι καταλαγιάζουν και κάθονται δίπλα δίπλα με τους Τακτοποιημένους, μοιράζονται σκέψεις με την Ατολμία και άλλες φίλες τους, πίνουν το καφεδάκι τους κάτω από τα δέντρα και μιλάνε χωρίς να ακούν, ακούν κάποιες φορές αλλά δεν καταλαβαίνουν, κυκλώνουν το κακό με φωτιά και το αφήνουν απ’ έξω, ξορκίζουν κάθε ίχνος αδυναμίας και το νέο το ορίζουν ως περιττό.
Στον τόπο του Ατάραχου, δεν υπάρχουν όσα υπάρχουν έξω από αυτόν. Δεν ανήκει ο τόπος αυτός πουθενά, ούτε ορίζεται, ούτε οριοθετείται, ούτε μαζεύεται, ούτε επεκτείνεται. Απλά υπάρχει. Δεν είναι άσχημα. Αλλά είναι αυτό «Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό… Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που τρύπωσε στην ψυχή σαν ιδέα, που κάνει τον Ατάραχο τόπο μουντό και θλιβερό, αποκομμένο από χαρές και ήλιο ζεστό και ένα λουλούδι αγκαλιά με μια ελπίδα στα χείλη να φωνάζει, ότι η ζωή είναι μικρή για να είναι στενάχωρη.