Γιορτές του Πάσχα κι ο καθένας κοίταζε να πορέψει το σπίτι του όπως το όριζε η τάξη των εορτών. Οι γυναίκες ξαναμπήκαν στον αγώνα με το ζυμάρι και το φούρνο. Στο χωριό έπρεπε να ψήσει κανείς με το μέσον τα τσουρέκια του και το ψωμί της πασχαλιάς. Η πληρωμή για το φουρνόψημα ήταν λίγο απ’ όλα. Γεμάτες φούρια και αγώνα τούτες οι μεγάλες μέρες κι όλα τα βάρη τα φορτώνονται και πάλι οι γυναίκες. Οι άντρες κάθονται στα καφενεία ρακοπίνοντας ή παίζουν κι από ένα χαρτάκι.
Μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή που οι καφετζήδες κρεμούν το βαλέ και τη ντάμα με μια κλωστή κάτω από τα λούξα, δείγμα σεβασμού στη μεγάλη μέρα της χριστιανοσύνης, τότε απαγορεύεται από τον άγραφο νόμο η χαρτοπαιξία. Από καμιά φορά, πάνω στη μάνητά τους βλαστημούν κι ύστερα λένε «Θέ μου σχώρεσέ μας. Ο διάολος φταίει για όλα που να τον επάρει και να τονέ σηκώσει!». Όλο και κάτι έχουν να πουν σε κάθε τους παράβαση, σε κάθε παραπάτημα στη ζωή. Μια δικαιολογία που να ταιριάζει. Έτσι είναι αυτός ο κόσμος χρόνια τώρα, ο ίδιος κι απαράλλακτος.
Η θειά Ροδαμιά, θυγατέρα του Βασιλογιάννη χρόνους σχωρεμένος τώρα, σηκώθηκε από τα χαράματα για να πάει ως τη σωχώρα να φέρει τα χρειαζούμενα ξύλα του φούρνου. Αρφανή είχε πομείνει στο χωριό από άντρα με έξι παιδιά ανακατερά, τρία σερνικά και τρία θηλυκά και πάσκιζε να τα μεγαλώσει. Δεν ήταν δα και γρια για να την λένε θειά, όμως το σκαρί της ήταν τέτοιο, ώστε στα σαράντα της κιόλας γριά.
Από τα νιάτα της είχε τυλιχθεί στο μαύρο τσεμπέρι σαν απόθανε ο κύρης τση, μα δεν επρόλαβε να σαραντίσει καλά καλά και σχωρέθηκε κι ο άντρας της. Διπλά εφόρεσε τα μαύρα η Ροδαμιά κι ο πυρετός της σάρκας αβάσταχτος. Έκανε αγώνα με το κορμί μη τυχόν και της μαγαρίσει την ψυχή. Γράμματα πολλά δεν ήξερε, μα είχε κρατήσει στο νου της τ’ αντιφέγγισμα, μια κουβέντα που άκουσε στην εκκλησία. «Τί να τα κάνεις τα πλούτη σαν χάσεις την ψυχή σου!». Ετούτα τα λόγια ήταν το τιμόνι που τιμόνευε τη ζωή της τα καυτερά χρόνια, ώσπου να σβήσει και η πιο μικρή σπίθα που σιγόκαιγε μέσα στα σωθικά της.
Μικρό το χωριό μικροί κι οι πειρασμοί, μα όταν σε κυνηγά η φτώχεια κι έχεις έξι παιδιά να θρέψεις δεν έχεις όρεξη να σηκώσεις κεφάλι.
Παρόλα τα χρόνια που είχε στην πλάτη της, κρατούσε ακόμη γερά. Ψηλή και λιανοκόκκαλη πήγαινε στο δρόμο όμοια με βάρκα που την παράδερνε το κύμα του πελάγου. Δούλευε ολημερίς, πότε στον αργαλειό, πότε σε δουλειές αγροτικές, γιατί η ανάγκη του κορμιού την έσπρωχνε ώστε να το καταπονεί αλύπητα. Ήθελε να το ξεζουμίσει εντελώς, να μη του αφήσει τίποτα. Το’ θελε ξερό κι αδύναμο, για να μη σηκώσει καμιά φορά επανάσταση και χάσει την ψυχή.
Ο βορινός τοίχος του σπιτιού της ήταν γεμάτος από φωτογραφίες κι όλο το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας με παραμορφωμένα πρόσωπα είχε απλωθεί από τη μια άκρη ως την άλλη. Δουλειές στανικές από πλανόδιους φωτογράφους της εποχής. Τις περισσότερες φορές αγωνιζόταν και κείνη να ξεδιακρίνει πιο πρόσωπο ήταν γραμμένο στο χαρτί. Ο κύρης τση -τον θυμότανε καλά- είχε μεγαλωπό μουστάκι. Χρόνια τώρα τόνε θωρεί και κάθε φορά αναρωτιέται και η ίδια γιάντα δεν έχει μουστάκι στη φωτογραφία. Τέθοιονά λάθος να κάμει ο φωτογράφος! Μα πάλι έλεγε μήπως και το ξέφτισε ο χρόνος. Ω, που να του δώσει άδικο! Πώς τον ήκαμε τον κύρη μου ετσά λοής και να τον εθώρουμε τον άτιμο!
Πήρε η γλώσσα της να λέει, μα ύστερα πάλι μετάνιωσε. Μπορεί να’ ναι και μακαρίτης ο φωτογράφος. Δε βαριέσαι. Ο κόσμος των ανθρώπων είναι γεμάτος από λάθη, γίνεται και πράμα σωστό; Όλοι τους, ο γεις τ’ αλλού ξανοίγει πώς να τονέ φέρει καπάκι. Και τα κοπελάκια μου ίντα δα πογενούνε σα βγούνε όξω από το σπίτι; Οι θηλυκές καλά, όλο και σε κάποιου την αγκαλιά δα κονέψουνε. Τα σερνικά όμως; Πού δα πάνε; Που οζά τα ’στελνα στο σκολειό και βούγια γυρίζανε. Εδά να πα να κολλούνε την κεφαλή τους στο τοίχο. Εγώ ήφαγα, ήπια κι όπου να’ ναι μισεύγω… είπε έτσι, εννοώντας το θάνατό της.
Δεν ήτανε δα και γριά η θειά Ροδαμιά. Είχε να φάει ακόμα μπόλικα σακιά κριθαροκουλούρες, να παντρέψει τα κοπέλια της κι ακόμη να χαρεί κι εγγόνια. Όμως η χηρεία τόσα χρόνια της έμαθε πως η ζωή είναι ατέλειωτη κάτω από τα μαύρα. Τη βαρέθηκε πια.
Αέρας ήταν κεινιά η γυναίκα. Ώσπου να τη δεις στο ένα μέρος έφτανε στ’ άλλο. Ίδια αγερικό. Αφανταξά. Έτσι τη λέγανε τα κακά στόματα του χωριού. Όλοι τη γνώριζαν μικροί, μεγάλοι. Κι ήταν ένα μάτσο κόκαλα με λίγη σάρκα πάνω τους κολλημένη και ένα μαύρο ύφασμα από πάνω ίσαμε κάτω στους αστραγάλους.
Ποτέ όμως κανείς δε τη ρώτησε πως τα περνά κι ούτε σκέφτηκε τα ορφανά της. Εκείνοι που είχαν τα λεφτά καθόντουσαν στους καφενέδες στις ψάθινες καρέκλες, απολαμβάνοντας τα έχη τους και τα φτυσίματα από τις κρεατόμυγες χειμώνα καλοκαίρι. Σαν ήταν νέα ετούτοι οι γέροι, με μισοσβησμένη ήδη τη λαμπάδα της ζωής τους, δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί. Όλοι τους είχαν μπει στον πειρασμό κι ο νους τους έκανε χιλιάδες σχέδια πώς θα λυγίσουν την αρφανή γυναίκα. Ο ένας να της δώσει κουκιά ή κριθάρι, άλλος προσφορά ένα ζευγαρικό, άλλος στάρι κι όλοι τους τελικά είχαν ένα σκοπό. Το κρεβάτωμα. Ποτέ κανείς δεν την αρώτησε για τη φουρτούνα που σήκωνε στο κορμί της άνοιξη καιρού που αρχίζουν να τρέχουν οι χυμοί κι όλα τα ζωντανά αποζητούν το ζευγάρωμα.
Να γνωρίσει το μέσα άνθρωπο που τόση φτώχεια και τόσα παράπονα πέρασε και περνά. Έναν καλό λόγο τουλάχιστον, παρηγοριά ψυχής που τόσο ανάγκη έχουν οι πονεμένοι άνθρωποι του κόσμου και προπάντων οι ορφανοί, ούτε και στα παιδιά της να δώσει κανείς δυο δεκάρες να πάρουν καραμέλες τα Χριστούγεννα και τις μεγάλες σκολάδες του χρόνου. Έπρεπε να δώσει για να της δώσουν, να βγάλει τα ρούχα της για να της προσφέρουν. Ποτέ δεν παραπονέθηκε σε κανένα, ούτε και άπλωσε το χέρι της για να ζητήσει τίποτα. Μπήκε μέσα σε ένα άνισο αγώνα στη ζωή του χωριού και πάσκιζε με όλα τα μέσα που είχε, για να τα βγάλει πέρα. Είχε απομείνει ολομόναχη μέσα σ’ ένα πέλαγος τρικυμισμένο κι έπρεπε να παλέψει μερονυχτίς για να σωθεί.
Τα βράδια άναβε το καντήλι στην αγάπη τ’ Αϊ Νικόλα που ήταν στη γειτονιά της παρακαλώντας τον γονατιστή να τη βοηθήσει στις δύσκολες στιγμές που περνούσε. Είδε κι απόειδε από τις ψευτοβοήθειες των ανθρώπων που πάντα σαν δώσουν θέλουν και αντάλλαγμα. Αυτός είναι ο κόσμος, κι όποιος είναι αδύναμος καλλιά του να μη μπαίνει μέσα σ’ αυτόν.
Ώρα καλή συντέκνισσα, για δες, πάω να φέρω ξύλα για ν’ αποσυμπληρώσω κείνα που’ χω στο σπίτι, μόνο κράτα μου σειρά να ψήσω τω κοπελιώ μου δυο κουλουράκια να περάσουν τσι σκολάδες. Δε θέλω ν’ απομείνουνε τα ορφανά ετσά τέτοιες μέρες!
Η θειά το Κεργιακιώ ήταν ιδιοκτήτρια του φούρνου. Ο μακαρίτης ο άντρας της ένας αδύναμος και μοναντεριασμένος άνθρωπος που δεν ξεπερνούσε στο μπόι ένα μεστωμένο κοπέλι του χωριού, τον έφτιαξε για να βγάνει όπως έλεγε το ψωμί του, μα και να χαζεύει τα πόδια τω γυναικώ σαν έρχονταν για φουρνόψημα. Εκτός από την επιχείρηση «φούρνος» είχε κι από πέντ’ έξι θρεφτάρικα «μαρτήδες» που τα μεγάλωνε ολοχρονίς και σαν έρχονταν ο Αύγουστος που’ ναι παχιές κι οι μύγες τα έδινε σε κανένα περαστικό τσαμπάζη. Έχει ο θιός μωρή Κυργιακή. Να βγάλομε θέλει πάλι το χειμώνα!
Τα λεφτά έφευγαν από τα χέρια τους με το μέτρος. Λίγος αλατζάς για ράψιμο ενός παντελονιού, ένα φουστάνι και μεσοφύστανο κι ένα τσεμπέρι μαύρο καλό για τις σκολάδες του χρόνου. Παιδιά σκυλιά δεν είχαν. Και τί να τα ’καναν μαθές; Πια καλά γιατί το σπορικό ήταν αχαμνό και κανείς δεν ήξερε ίντα δα ξετέλευγε, όπως συχνά έλεγε το παράπονό της στις γειτόνισσες η θειά Κεργιακιώ, σαν κάθονταν όξω στο πεζούλι χαζεύοντας τους περαστικούς που πήγαιναν στα μετόχια.
Περασμένα όμως όλα τούτα. Ονείρατα που φευγατίσανε κι απόμεινε μονάχα η πραγματικότητα. Τώρα η φουρνάρισσα είναι μονάχη όπως κι καθένας σαν ξετελέψει τη ζωή του μένει μόνος.
Έχουνε δει εμένα τα μάτια μου…ου..ου..! μονολογούσε καθισμένη έξω στο πεζούλι του δυτικού τοίχου. Από τουτηνέ την περασά πόσοι και πόσοι δεν περάσανε για τα’ απάνω χωριά. Επαδέ σταματούσανε όλοι να ξαποστάσουν για ένα ποτήρι νερό δροσερό από το πηγάδι κι ύστερα φευγατίζανε για τον προορισμό τους. Είναι αλήθεια πως δεν απόλειπε η συντροφιά στη θειά Κεργιακή. Θες ο φούρνος, θες ο τόπος που ήταν το σπιτικό της, όλο και κάποιος θα βρισκόταν που θα της έλεγε τα καλά και τα κακά χαμπάρια του χωριού που τόσο τα ’χε ανάγκη.
Το κουτσομπολιό ήταν ψωμί σε όλα τα μικρά χωριά, μα και σήμερα πάλι το ίδιο είναι. Μ’ αυτό θρέφονται όσοι απόμειναν στα λιγάνθρωπα χωριά μας και ιδιαίτερα, τις ατέλειωτες εκείνες νύχτες του χειμώνα, που είναι συνέχεια νύχτα. Τρως, πίνεις, ξεκουράζεσαι, κοιμάσαι, χορταίνεις τον ύπνο και πάλι νύχτα είναι. Τα τριζόνια αρχίζουν το τραγούδι τους από νωρίς ως την άλλη μέρα κι η σιγαλιά της νύχτας δεν ταράζεται με τίποτα.
Πήρε το δρόμο προς τη σωχώρα η Ροδαμιά πηγαίνοντας από τη μιαν άκρη του δρόμου στην άλλη, αλαφροκόκαλη, αδύναμη λες και σηκώθηκε από τα μνήματα. Το ’να της χέρι ακουμπισμένο στη μέση και με τ’ άλλο κάνοντας νοήματα, κινήσεις ανάλογα με εκείνα που σκέφτονταν κείνη την ώρα. Ποιος να’ ξερε τί σόι ιστορίες να θυμότανε από το παρελθόν και πόσα όνειρα πήγαν στράφι στη ζωή της! Στο νου της έφερνε συχνά τις λίγες καλές μέρες που πέρασε όσο ζούσε στο πατρικό της, τα λίγα χρόνια που έζησε κοντά στον άντρα της, τις γιορτές που έρχονταν και έφευγαν και κείνη έμενε μόνη, πεντάρφανη. Προπάντων τούτες τις μέρες, το μεγαλοβδόμαδο, το Πάσχα που είναι γιορτή της αγάπης και συ να μην έχεις άνθρωπο να σ’ αγαπά!
Συμπόνια μοιράζει ο άνθρωπος, αν του έχει απομείνει ακόμη, μα δεν ξέρεις αν είναι αληθινή ή υποκριτική. Τα παιδιά της ποιος ξέρει τί ανθρώπους θα συναντήσουν στη ζωή τους. Γυναίκες μεγαλωμένες μέσα στην ανέχεια και στη γκρίνια, μια ζωή φορώντας τα μαύρα τσεμπέρια σαν δείγμα πια του πόνου σ’ αυτόν που έχασαν μα και αφόρητης καταπίεσης από το στενόμυαλο περιβάλλον του χωριού. Εκείνο το ψεύτικο πένθος πια που κρατά χρόνους πολλούς στους ανθρώπους είναι βάρος ασήκωτο, ψεύτικο κατά τα άλλα, όμως επικράτησε μέσα από συνθήκες που οι ίδιοι επέβαλλαν μεταξύ τους. Όλα τα έκρυβαν πίσω από το μακρινό πένθος τους, ενώ παράλληλα διψούσαν για όλα όσα τους πρόσφερε η ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν νερό μέσα σε κόπους κι αγωνίες, ώσπου ήρθε ο καιρός κι ένα ένα τα παιδιά της φευγάτισαν από το χωριό. Γύρεψαν αλλού κονάκι σ’ άλλους τόπους μακρινούς από την ξέρα του τόπου. Από δω και πέρα η μοναξιά για τη θειά το Ροδαμιώ, θα ’ναι δυο φορές μεγαλύτερη από άντρα και παιδιά. Ούτε κι αυτό το στερνοβύζι της το Γιακουμνιώ στάθηκε κοντά της όπως της υποσχόταν σαν ήταν μικρό παιδί. Οι κοπελιές της παντρεύτηκαν με μοναχή προίκα τους την ομορφιά καλούς και μερακλήδες ανθρώπους χουβαρντάδες. Καιρός ήταν πια να πετάξουν από πάνω τους κείνα τα καταραμένα μαύρα πανιά και τσεμπέρια που τους πλάκωναν χρόνια τώρα την καρδιά.
Από τώρα και πέρα για τη γριά Ροδαμιά οι χρόνοι θα’ ναι κακοί, μονάχη σαν το κούτσουρο μέσα στο πέτρινο σπιτικό της παρέα με τις ξεφτισμένες από του χρόνου τη φθορά φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων και τις κάρτες πάνω στο τζάκι στη σειρά γεμάτες από ευκές, ανάλογα με τις γιορτάδες. «Χρόνια πολλά και ευτυχές το νέον έτος» ή «Χριστός Ανέστη», «Χρόνια πολλά μάνα!», κι από κάτω οι ορνιθοσκαλισμένες υπογραφές των παιδιών.
Κείνη δεν ήξερε καθόλου γράμματα για να διαβάζει τι γράφουν, μα το μητρικό της ένστικτο τα καταλάβαινε όλα. Ψυχανεμίζουνταν τι ακριβώς έγραφαν. Όμως το αντίστροφο μέτρημα του χρόνου χτυπούσε ασταμάτητα σημαδεύοντας τις μέρες της μια, μια. Στιγμές φευγάτες, σημαδιακές, γεμάτες πόνο και αγωνία, θύμισες όλο παράπονο από την αντρική παρουσία.
Τώρα ξεράθηκαν όλα, χαράκωσε το κορμί κι απόμεινε μόνο το πνέμα που κείνο τουλάχιστον το πρόσεχε περίσσια μ’ όλα τα εμπόδια και τη φωτιά που τύχαιναν καμιά φορά όταν πύρωνε η σάρκα κι άναβε το καζάνι του πόθου. Κείνος ο χρόνος ήταν ο τελευταίος για τη Ροδαμιά. Κρεβατώθηκε για τα καλά, κάλεσαν ένα γιατρό οι γειτόνισσες μα δεν βρήκε τίποτα το οργανικό, όπως είπε. Γεροντάματα συμφώνησαν όλοι. Τί να σου κάνει πια τούτο το κορμί όπως κατάντησε.
Ίντα να κάμει η γ’ έρμη! Κι επαδά πού’ φταξε πάει καλά, συμπλήρωσε μια γειτόνισσα που ήρθε να δώσει ένα χέρι βοήθειας τούτη την ώρα.
«Θεός και γείτονας» που λένε. Ποιος άλλος θα παραστέκονταν τις δύσκολες ώρες στη γυναίκα αυτή που είχε απομείνει φάντασμα πια, παρελθόν αραχνιασμένο μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της.
Μαζεύτηκαν κι άλλες γειτόνισσες για να δουν τελικά από κοντά για να’ χουν να λένε την επαύριο καθισμένες στις παραστιές. Έπρεπε να γράψουν το βιβλίο της ζωής της μονοβραδιάς κι έπεσαν σε βαρύ συλλοϊσμό που να βρουν τα ξόμπλια για να στολίσουν τον ξεφτισμένο καμβά του πονεμένου βίου της γριάς. Έτσι για να θυμούνται κι οι άλλοι. Όσοι άλλοι, ποιοι τελικά; Μα έτσι γίνεται στα μικρά χωριά. Ιστορίες γράφονται και ξεγράφονται κι αυτό ίσα ίσα για να βρίσκονται σε δουλειά.
Η γριά Ροδαμιά πέρασε στο κρεβάτι της λησμονιάς ίσαμε πέντε μέρες σε μια κατάσταση μεταξύ θανάτου και ζωής. Ο χάρος δεν την καταδέχτηκε ετούτη τη φορά έτσι όπως είχε γίνει. Ένα ανθρώπινο κουρέλι. Γιατί να την πάρει κοντά του; Τί να την κάνει; Τα διάφορα μαντζούνια και τα γιατροσόφια πιάσανε λες τόπο κι η θειά Ροδαμιά αναστήθηκε. Περιμάζωξε τη ζωή της από τα σοκάκια του άλλου κόσμου κι ανασηκώθηκε πάνω στο ξύλινο κρεβάτι.
Ε, μωρέ γειτόνισσες και να κατέχατε απού’ μουνε τόσες μέρες! Με τον προκομμένο μου τον άντρα εγυρίζαμε σ’ ένα μεγάλο περιβόλι κι είχε δεντρά μέσα λογής των λογιώ και πολλά νερά. Ομορφιές να δείτε, άλλο πράμα δε σας λέω. Όμως σήμερα την ταχινή μ’ έδιωξε. Άμε μου λέει μίσεψε από παδέ και δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου. Να’ μαι το λοιπός κακομοίρες μου. Εξαναμαζώχτηκα πάλι και λέω πως οφέτος θα τόνε περάσουμε μαζί τον χειμώνα, ν’ ανεστορηθούμε τα παλιά. Ε!
Μετά χαράς γειτόνισσα. Επαδέ είμαστε εμείς κι αν χρειαστείς να μη ντραπείς να μας το ζητήξεις. Εδά’ ναι που χρειάζονται οι φιλενάδες.
Ναίσκε κακομοίρα συντέκνισσα, αποσυμπλήρωσε και μιαν άλλη. Τούτες οι ώρες θέλουν την Αγάπη. Σαν ευτυχεί ο άνθρωπος χαίρεται αμοναχός του. Δεν του χρειάζονται παρέες.
«Ο Θεός κι ο γείτονας» πρόστεσε το Καλλιώ, που είχε έρθει από τον άλλο μαχαλά να κόψει κίνηση για κουτσομπολιό.
Εκείνη κοιτούσε ώρα πολλή χωρίς να βγάζει μιλιά. Ξαναγύρισε πίσω, κοριτσάκι σαν ήταν, στο σπίτι του πατέρα της. Όμορφα ήταν συλλογίστηκε, ξεμέτρησε τη ζωή της ως το τέλος, όπως μετρούσαν το γάλα οι αρταγιές τη Μ. Σαρακοστή οι γυναίκες όταν έκαναν το τυροκομιό τους, κι όλο κόκες ήταν και λειψάδια. Ούτε το θάνατο ήθελε, μα ούτε και τη ζωή όπως ήρθαν τα πράγματα. Περίμενε μόνο κάτι το ακαθόριστο κι αυτή της η προσμονή ήταν λαχτάρα που της άναβε φωτιά στα σωθικά.
Τα παιδιά της είχαν χαθεί εντελώς, το’ να στο βορρά και τ’ άλλο στο νότο. Είχαν βρει κι αυτά τη βόλεψή τους. Ξέφυγαν από τη μιζέρια μια και καλή. Που καιρός να κοιτάξουν τη γριά που είχε δώσει στάλα στάλα το αίμα της για να τ’ αναστήσει.
Είπαν πολλά κείνο το βράδυ οι γειτόνισσες με τη νεκραναστημένη θειά Ροδαμιά. Ήθελαν να της κρατήσουν συντροφιά όλη τη νύχτα για να δουν το αποτέλεσμα. Κι αν ξεψυχούσε μόνη της; Αυτό δεν θα το σχωρούσαν στους εαυτούς των. Κείνη όμως πεισματάρα δεν το έβαζε κάτω. Δεν ήθελε να φύγει έτσι χωρίς πόλεμο με το χάρο. Εμ πώς, έτσι θα του παραδίνονταν; Έλα χάρε να σε πιάσω αγκαζέ και πάμε; Όχι! Έπρεπε πρώτα να παλέψει «αντρίκεια» κι όποιος νικούσε.
Μα στις τέσσερις το πρωί τα ζωντανά της γειτονιάς κι οι πετεινοί κι οι σκύλοι φώναζαν ασυνήθιστα. Ύστερα φύσηξε απ’ τη μεριά του νότου αγέρας δυνατός και ανεμάζωξε τα νέφαλλα του χειμώνα. Κι ανεμαζώχτηκαν τόσο γρήγορα που λες και υπάκουαν σε κάποια διαταγή, να μαζωχτούν εκεί πάνω από το θόλο του μικρού χωριού που μόλις άρχισε να ξυπνά. Άρχισε σε λίγο το γλέντι με τ’ αστροπέλεκα και τους κεραυνούς, ίσαμε δυο ώρες. Έριξε τόσο νερό που οι γερόντοι έλεγαν πως απόσωσε το νερό της χρονιάς. Σε λίγο σαν σε θαύμα γαλήνεψε και τα στοιχειά έχλουψαν στα καβούκια τους. Σκούπα θεόρατη λες και καθάρισε τον ουρανό από τη μια μεριά στην άλλη.
Γει..τό..νι..σσ..ες……..πά..ω.. Έχετε γεια!
Τούτα τα λόγια είπε η γριά και έγειρε το κεφάλι της δεξιά στον καναπέ πάνω σ’ ένα λουράτο ντορβά γεμάτο ξερά χόρτα που το’ χε για μαξιλάρι.
Οι φλόγες αχόρταγες ροκάνιζαν τα κούτσουρα στο τζάκι σπιθοβολώντας, στέλνοντας τις ανταύγειες τους στο ασπριδερό πρόσωπό της το γεμάτο χαρακιές από την αγωνία που έκαμε με το θάνατο, κάνοντάς το έτσι πιο άγριο και απόκοσμο.
Θεός σχωρέστην! Ας πάει στο καλό. Εκειά δα ξεκουραστεί η κακομοίρα. Αρκετά πόνεσε σε τούτη τη ζωή.
Κάθε βράδυ, σαν πέσει η νυχτιά κι ανάψουν τα λυχνάρια στα φτωχικά των ανθρώπω, λένε πως βλέπουν οι χωριανοί τη θειά Ροδαμιά στ’ άσπρα ντυμένη να περπατά πάνω στο δρόμο που φτάνει ως τ’ αμπέλια, έχοντας το ένα χέρι της στη μέση και με το άλλο να κάνει σημάδια στον αέρα, όμοια με κείνα που σκέφτονταν. Κι όσο τελειώνει ο δρόμος, τόσο μικραίνει αυτή. Ύστερα χάνεται και γίνεται μια σπίθα.
Έτσι λένε αυτοί που την είδαν. Ποιος ξέρει!…
…………
Διήγημα: «Τα κουλούρια της Λαμπρής» π. Μιχαήλ Πατεράκη
Α’ βραβείο διαγωνισμού κρητικής πεζογραφίας (1986)