Στην οικογένεια πάντα είχαμε το δελτίο καιρού εύκαιρο.
Και αν φανταστήκατε την ΕΜΥ σε σφάλμα μεγάλο έχετε πέσει, μιας και ο Καντερές, η Σούζη, ο Αρνιακός ή ο Αρναούτογλου δεν είχαν καμία σχέση μαζί μας και ειδικά εκείνους τους καιρούς, που εγώ μεγάλωνα και θαύμαζα με αυτήν την απίστευτη οικογένεια που με έριξε η Τύχη ή ο Θεός… Δεν ξέρω να σου πω τις πταίει και όπου πιστεύει ο καθένας ας συμπληρώσει το κενό.
Κι αν ποτέ κάποιος από την οικογένεια έβλεπε τηλεόραση και πετύχαινε τη μετεωρολογική πρόγνωση κι άκουγε ότι έχει ο καιρός γυρίσματα και χαλάει ή φτιάχνει ανάλογα με την περίπτωση και την εποχή, τον πιάνανε τα γέλια!
Ναι γέλαγε! Και δεν πίστευε καθόλου τον μετεωρολόγο/σκιτζή/επιστήμονα, που έσκιζε ρούχα και πτυχίο στο γυαλί τονίζοντας πως έρχεται βροχή να ποτίσει τα χωράφια και να πλύνει τις στέγες, επιτέλους! μετά από αυτήν την ξηρασία του καλοκαιριού.
Όχι βέβαια! Γιατί ο δικός μου ο συγγενής είχε άλλες πληροφορίες από τα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μου, του σογιού για να το πούμε κι έτσι.
Και εξηγώ για να μην μακρηγορώ και σε καθυστερώ, που ίσως κι εσένα άλλα σε καίνε τώρα.
Για τις βροχές, ειδική ήταν η δευτεροξαδέλφη της μάνας μου η θεία Μέλπω.
Για την υγρασία ανεξαρτήτου εποχής, συναγωνίζονταν η γιαγιά η Κούλα με την κόρη της τη θεία Παρθένα.
Για τα χιόνια, ο θείος Τάκης.
Και τέλος, για την ηλιοφάνεια, ο κυρ Λάκης, που άμεση συγγένεια δεν είχαμε αλλά μιας και είχε παντρευτεί την θεία Παρθένα (οξύμωρο τώρα αυτό) είχε μπει στο σόι και ως συγγενής πιανόταν.
Αν λοιπόν θέλαμε να μάθουμε π.χ αν θα βρέξει, το σύρμα έπαιρνε φωτιά (και όπου σύρμα τώρα εσύ καταλαβαίνεις ότι εννοώ το τηλέφωνο, που τότε ήταν ενσύρματο) και ρωτάγαμε με αγωνία τη θεία Μέλπω.
Βλέπετε, η θεία Μέλπω είχε χέρια μαγικά – χέρια ραβδοσκόπου θα το πω τώρα εγώ. Σαν τον ειδικό που με το διχαλωτό ραβδί ψάχνει στο χώμα για νερό, κι όταν το ραβδί «μυρίσει» στο βάθος της γης την υγρασία τρέμει, έτσι και τα χέρια της Μέλπως δυο τρεις μέρες πριν από βροχή άρχιζαν τον τρέμο.
Βροχή τα τηλεφωνήματα των γεωργών στη θεία Μέλπω για την πρόγνωση, που μια δραχμή να έπαιρνε για κάθε τηλεφώνημα, πολυκατοικία θα είχε τότε για προίκα.
Να σπείρουν τώρα ή να περιμένουν κι άλλο.
Να αφήσουν να δέσει κι άλλο το βαμβάκι ή να βιαστούν μην το χαλάσει η βροχή και μείνουν ρέστοι από σοδειά;
Συμβούλευε η θεία Μέλπω και το τρομερό ήταν ότι δεν έπεφτε έξω ΠΟΤΕ!
Με την γιαγιά Κούλα και τη θεία Παρθένα βέβαια – όπου εδώ το χάρισμα ήταν σαφώς κληρονομικό, υπήρχε και η περίπτωση της επαλήθευσης! Βεβαίως! Εξηγούμαι το λοιπόν.
Τόσο η Κούλα όσο και η προγονός της Παρθένα είχαν σγουρά πυκνά μαλλιά.
Κάθε που ήταν ν’ ανεβάσει υγρασία ο αγέρας – σκατά στα μούτρα σου Νοτιά!- το βαμμένο μαλλί της γιαγιάς Κούλας ίσιωνε. Άλλοτε πολύ κι άλλοτε λίγο. Το ίδιο και της θείας Παρθένας – βαμμένο κι αυτό. Όλο τούτο γινόταν από τις προηγούμενες μέρες. Αν δε, συνέβαινε και στις δυο αφανομάλλες ταυτόχρονα, τότε η υγρασία ήταν σίγουρη πρόγνωση. Στο τηλέφωνο να φανταστείς ο ενδιαφερόμενος ρωτούσε «σιάξανε και τα δικά σου και της Παρθένας τα μαλλιά κυρά Κούλα;» για να είναι σίγουρος ο άνθρωπος και επιβεβαιωμένος. Διπλό τσεκάρισμα!
Μιλάμε για πρόβλεψη/πρόγνωση, όχι αστεία.
Ανάλογος δε με το ίσασμα του μαλλιού ήταν και ο βαθμός της υγρασίας.
Έτσι λίγο μια ισάδα, αν τους χάλαγε το περήφανο φούντωμα ας πούμε μιαν ιδέα, τότε μικρά και αναπαίσθητος θα ήτο και ο υγρός. Αν πάλι γινόταν πράσο το μαλλί, φευ! νερό θ’ ανάσαιναν τα δόλια μας πνευμόνια.
Πλήρως επαγγελματική η πρόγνωση άλλωστε, μιας και η θεία Παρθένα ήταν και κομμώτρια. Επαγγελματισμός όχι τρίχες κουραφέξαλα.
Πολύ τη βασάνιζε την κυρά Λουκία η υγρασία, μιας και είχε το μικρό της Βασιλάκη με κουσούρι από βρογχοπνευμονία κι έπρεπε να φορά διπλές τις βαμβακερές φανέλες του! Καταιγισμός τηλεφώνων για την υγρασία στο σπίτι της κυρά Κούλας, ή στο κομμωτήριο της Παρθένας, αλλά και για προγνώσεις σχετικά με μοδέρνες κουάφ που θα φοριόντουσαν στο γάμο του κάθε Σαββάτου, για το αν θα στέκονται καλά η κόμμωσις ή να μπει πιότερη λακ για κράτημα κ.ο.κ.
Ο θείος Τάκης πάλι πρηζότανε. Σαν ήταν να χιονίσει, πρηζότανε. Πρηζότανε και κοιμότανε! Πρήξιμο και ύπνος μιλάμε τώρα, όχι αστεία. Ένας τυμπανισμός στη μπάκα του απίστευτος βδομάδες πριν το γυρίσει ο χειμώνας σε χιονιά. Και κείνα τα χρόνια στο χωριό είχαμε πολλά χιόνια, όχι αστεία.
Αν δεν ξεπρηζότανε ο Τάκης, ο χιονιάς δεν πήγαινε καλιά του. Μιλάμε τώρα, αυτή η αρκουδοποίηση η πολική του κυρ Τάκη, έφτανε τα όρια του πραγματικού φαινομένου, μιας και έπεφτε στην κυριολεξία σε χειμερία νάρκη!
Όπως καταλαβαίνετε φυσικά, η πρώτη ερώτηση στη γυναίκα του εποχιακού τεμπέλη κοιμώμενου θείου Τάκη στο τηλέφωνο ήταν «Κοιμάται ακόμα η αρκούδα Νίτσα;»
Αν η αρκούδα δεν σηκωνότανε από το στρώμα, το χωριό άνοιξη δεν έβλεπε. Τελεία και παύλα.
Στην περίπτωση του κυρ Λάκη τώρα η πρόγνωση ήταν για την ηλιοφάνεια και την άνοδο της θερμοκρασίας.
Ο κυρ Λάκης, είχε αυτό που σύγχρονα θα λέγαμε φωτοευαισθησία! Όσο είχε ήλιο γλυκό κι απαλό ο καλός σου μια χαρά στεκόταν αλαβάστρινος! Αν όμως ήταν να κάνει καύσωνα και λαύρα αβάσταχτη ο κυρ Λάκης κοκκίνιζε στο δέρμα. Ένα ζωντανό θερμόμετρο σα να λέμε.
Κοκκίνιζε πρώτα στα χέρια. Μετά στο λαιμό. Τέλος στο πρόσωπο! Όσο ήταν να ανέβει η θερμοκρασία τις επόμενες μέρες, τόσο ανέβαινε και πάνω του η κοκκινίλα του κυρ Λάκη.
Μια ματιά να του έριχνες ήξερες πώς να προγραμματίσεις δουλειές και φροντίδες των επόμενων ημερών, μην κάθεσαι να τις φέρεις εις πέρας κάτω από την ντάνταβλα και πάθεις ηλιονταμπλά και θερμοπληξία!!
Ο Λάκης, ο Τάκης, η Παρθένα, η Κούλα, η Μέλπω πάντα με τις προγνώσεις και τις προβλέψεις τους.
Πάντα όλα τα έλεγαν, όλα και τα εύρισκαν.
Για τη βροχή, τον ήλιο, την υγρασία και τον χιονιά.
Πάντα μας έσωζαν!
Για τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές κι όλες τις καταστροφές ποιός θα μας δώσει πρόβλεψη, ποιός θα μας κάνει πρόγνωση… ποιός να μας σώσει…;