“Γη των απουσιών” Κική Δημουλά…
Τώρα θα κοιτάζεις μια θάλασσα.
Ἡ διάθεση να σε ἐντοπίσω
στη συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σε βρίσκει:
πικρή παραθαλάσσια ἀοριστία.
Ἐκεῖ δεν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φῶς και οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ το τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τα ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.
Τώρα θα ἔχουν λύσει τα μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
με τη σιωπή σου θα τις κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σε κρατάει στο ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγώ τα εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
για να σε καταλάβω;
Θα κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Το βλέμμα σου δεν παραλλάζει
ἀπό πλαγιά που γλυκὰ
και μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μες στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις με το στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
που ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στους πολύτομους κόπους που ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δεν θα ἤτανε βαπόρι. Θα ἤτανε σκιάχτρο
στα ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
να μην πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
να την τσιμπολογᾶνε.
Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στα πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στα πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ και ξεμεθάει.
Τώρα, θα σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν να σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
και θα ἐπιστρέφεις κάπου.
Θα παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μια ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη με βλάστηση.
Ἡ σκέψη σου, μετά ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει το δέρμα τῆς προσαρμογῆς και χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ που οἱ καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.
Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανεὶς
οὔτε δια ξηρᾶς οὔτε δια θαλάσσης.
Αὐτό το δισκίο,
το ἀκουμπισμένο στο μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
που το περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, για φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δεν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι το βραδινό μου χάπι
το ψυχοτρόπο.
Κική Δημουλά