Είδα ένα όνειρο πριν χρόνια…
Γιαγιά και θεία συγχωρεμένες από καιρό, μάνα και κόρη.
Μίλησα για λίγο με τη θεία χωρίς να τη βλέπω και ρώτησα… Είναι καλά η γιαγιά; Την είδες;
… Την ακούω, μα δεν τη βλέπω, απάντησε…
Κι αν αυτό δεν είναι τιμωρία, τότε τί; Κι αν αυτό δεν είναι κόλαση τότε τί θα μπορούσε να είναι κόλαση;
Είδα ένα όνειρο πριν χρόνια…
Ν’ ακούς χωρίς να βλέπεις, να έχεις ανάγκη την παρουσία και να μην επιτρέπεται, να θες να κρατήσεις χέρι και να μην μπορείς.
Μεταφράσεις και ερμηνείες του πρωτόγνωρου, του απίστευτου που συμβαίνει θα βρεις πολλές, άπειρες.
Θεολογικές, φιλοσοφικές, ακραίες, επιστημονικές, διατροφικές, πολιτισμού, διαβίωσης, πνεύματος, σώματος, κοινωνίας, εθνών, ιστοριών που ξεπηδούν με σενάριο φαντασίας και κατάληξη δραματική.
Μα νιώθουμε του άλλου την απουσία σαν παρουσία.
Και αισθανόμαστε την παρουσία όπως είναι, σαν απουσία που υπήρξε πριν τον ιό.
Για να μένουμε στη σύγχρονη κόλαση των ζώντων οι άνθρωποι.
Για να φτιάξουμε λίστα των καλών αλλαγών. Για να διορθώσουμε αστοχίες.
Σήμερα φαίνεται ξεκάθαρα το τυχαίο, το λάθος, το φορτίο.
Άλλοι στη μάχη της σωτηρίας άλλων, άλλοι στη μάχη της δικής τους σωτηρίας, άλλοι σε απόγνωση. Μόνο κοινό η απόσταση, σε όλα τώρα πια. Με συνείδηση και χωρίς.
Ξεκαθαρίζουν λίγο λίγο τα μπερδεμένα.
Στο μέσα και στο έξω. Στις επιλογές. Στη λίστα που σβήνει με κόκκινο μελάνι, σ’ αυτό που κρατώ με ερωτηματικό, σε ό,τι προλαβαίνω να βελτιώσω, σε όσους μπορώ να ζητήσω συγγνώμη.
Στη σκέψη, στο κενό, στην αντίληψη, των εννοιών, του καλού και του κακού, του μικρού και του μεγάλου.
Ερμηνεία διαφορετική πάντα το ουσιώδες και το ασήμαντο.
Μα συνυπάρχουν όλα μαζί και μεις.
Και οι μόνοι που έτσι κι αλλιώς ήταν μόνοι.
Και οι ακινητοποιημένοι κάθε λογής.
Και οι ελεύθεροι με τον πανικό της καταπίεσης σαν τιμωρία που δεν μπορούν να διαχειριστούν.
Και κείνοι οι άλλοι. Του τι θα φάμε, τι θα πιούμε. Του κάτσε κάτω ρε και ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις εμένα… ο φόβος πάλι!
Κι ακούς τα απαράδεκτα, τα ασεβή. Τις βρώμικες σκέψεις. Αποσυντίθενται τα υψηλά νοήματα στα λόγια τα μεγάλα και στο ράφι που κοιτάς το άδειο.
Μα τις δύσκολες στιγμές μόνο η αγάπη σώζει και ηρεμεί. Όχι η λίγη. Αυτή η μεγάλη που παρακαλώ να βρω, να βγει από μέσα μου χωρίς σκέψη και κόπο. Κυρίως χωρίς σκέψη.
Όλα εδώ τελικά. Όλοι μαζί στο ίδιο μεγάλο καζάνι. Οι κατηγορίες, οι ανθρώπινες, οι εξουσίες, οι τσέπες οι μεγάλες και οι μικρές.
Άλλοι στον πάτο, άλλοι στη μέση, άλλοι πετάνε σχοινιά και σκαρφαλώνουν με μανία σπρώχνοντας, άλλοι στο χείλος να κρέμονται οι μισοί μέσα, οι άλλοι μισοί έξω.
Στο έξω που δεν είναι φιλικό. Και που μπορεί να υπάρξει ξανά εχθρικό με άλλη μορφή.
Κι ο σώζων εαυτόν…
Ένα όνειρο έχω δει και το κρατώ να το θυμάμαι, για να μπορώ να αγγίζω τον παράδεισο, για να μπορώ να συγχωρώ όχι μόνο εφτά αλλά εβδομήντα φορές εφτά, για να μπορώ να έχω έστω έναν κόκκο σιναπιού μαζί, για να χάσω τη ζωή και να τη βρω, για να μάθω το στόμα να μιλάει από το περίσσευμα της καρδιάς.