Κάποια απογεύματα που κάθομαι να κάνω τις χειροτεχνίες μου, θέλω να ακούω κάτι ή να βλέπω ταινία… Πώς γίνεται αυτό μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω ακριβώς. Άλλες φορές πετυχαίνει ο συνδυασμός, άλλες όχι, άλλες χρειάζομαι απλά ησυχία, να ακούω τους ήχους της φύσης μόνο και να βλέπω τα χέρια μου να δημιουργούν κάτι, οτιδήποτε, αν και συνήθως το ραδιόφωνο κερδίζει, να τα λέμε αυτά!
Σήμερα επέλεξα να δω και ταινία και να ακούσω μια ομιλία από αυτές που συνήθως δεν ακούω. Δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου μου ή κάνω ότι δεν είναι του γούστου. Κι αυτό πάει ανάλογα τα κέφια και τον άνθρωπο που θα του αφιερώσω το χρόνο μου για να ακούσω τι έχει να πει.
Ξεκινώ με ertflix και την ταινία shopgirl που τυχαία έπεσε στο μάτι μου, ήθελα κάτι εύπεπτο για κείνη την ώρα. Κι όπως εξελίσσεται η ιστορία και κάνω τις αναλύσεις μου και τα σχόλια μόνη μου και περνάω ακτινογραφία τους ήρωες και όσα έχω μάθει ως τώρα από διαβάσματα, ψυχαναλύσεις, σεμινάρια και κύκλους σπουδών, έρχεται το τέλος να επιβεβαιώσει όσα είχα σκεφτεί..
« Καθώς ο Ρέι βλέπει τη Μίραμπελ να απομακρύνεται, αισθάνεται την απώλεια. Πώς είναι δυνατό να του λείπει μια γυναίκα που κράτησε σε απόσταση, ώστε να μην του λείψει όταν θα έφευγε; Μόνο τότε καταλαβαίνει ότι θέλοντας ένα κομμάτι της κι όχι όλο τον εαυτό της, τους πλήγωσε και τους δύο κι ότι η μόνη δικαιολογία για τις πράξεις του ήταν πως, έτσι είναι η ζωή..».. και η μουσική του Barrington Pheloung έρχεται να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο συμπέρασμα του τέλους που μας δίνεται τόσο ξεκάθαρα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Anand Tucker.
Μάλιστα.. αφήνω ό,τι κάνω και σημειώνω. Για δες λέω, παντού τα πάντα! Κυκλοφορούν ανάμεσά μας (μην είμαι και γω δηλαδή κάπου ενδιάμεσα) τέτοιοι τύποι που τους κρατά ο φόβος να αισθανθούν, να αγαπήσουν, να πονέσουν, να χαρούν, να νιώσουν δυνατά όσα μπορούν!
Κάνω μια ακόμη βελονιά και ολοκληρώνω το ένα σκουλαρίκι. Προχωρώ σε κάτι άλλο γιατί έπρεπε. Δεν κλείνει αυτό το θέμα τόσο εύκολα, ούτε μια άλλη ταινία της κατηγορίας ρομαντική κομεντί μπορεί να με καλύψει! Στο Netflix αυτή τη φορά βρίσκω στην κατηγορία «Ιστορίες για την ελπίδα και την επιμονή» ένα σόου, έτσι το περιγράφει, της Μπρενέ Μπράουν «Ζήσε με τόλμη» και ξεκινώ να δω αυτά τα αμερικάνικα που δεν πολυσυμπαθώ!
Κι αν έπεσα κι εγώ στη λούμπα να διαβάσω που και που παρόμοια και να παρακολουθήσω σεμινάρια και να ακολουθήσω κύκλο σπουδών σε αξιόλογο ελληνικό πανεπιστήμιο για το life coaching, ουσιαστικά ποτέ δεν μπήκα στην ουσία ή δεν έμαθα κάτι καινούριο αν θες, γιατί μέσα μου υπήρχαν σαν αρχές, έννοιες και σκέψεις, άσχετα με το αν μπόρεσαν όλα εύκολα να εφαρμοστούν στη ζωή μου για πλείστους άλλους λόγους!
Άσε δε που ό,τι γίνεται της μόδας και το τραβάν από το μαλλί ορισμένοι, μπαίνει για μένα στη λίστα των αποκλεισμένων τουλάχιστον μέχρι να καταλαγιάσει η απαράδεκτη εκμετάλλευσή τους από άσχετους και ανίκανους. Αφήστε που έγιναν όλοι πια προπονητές ζωής και συμβουλάτορες της κακιάς ώρας και μέντορες τρομάρα τους, που παίρνουν στο λαιμό τους κόσμο και κοσμάκη, ενώ δεν έχουν φτιάξει τις δικές τους ζωές, για την ακρίβεια κρύβονται πίσω από ψεύτικα προφίλ, κλεμμένες ατάκες, καλυμμένη αλήθεια! Αλλά τί να πεις; Η μόδα είναι μόδα και οι ακόλουθοι δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και οι σωστοί επαγγελματίες και ομιλητές που έχουν βάσεις για να προσφέρουν βοήθεια σε όποιον επιλέξει αυτή την οδό επίλυσης των όποιων προβλημάτων του, αλλιώς πραγματικά θα είχα να λέω μέχρι αύριο!
Στο κλείσιμο λοιπόν της ομιλίας της η Μπρενέ, ακαδημαϊκός, συγγραφέας και ιδιαίτερα γνωστή για την έρευνά της σχετικά με τη ντροπή, την ευαλωτότητα και την ηγεσία, κλείνει το σόου της, ομιλία της όπως θες πες το, με μια ιστορία που αφορούσε την κόρη της και την κολύμβηση.. από αυτό κρατώ τα λόγια που με έκαναν να κατεβάσω το γυαλί της πρεσβυωπίας και να αφήσω στην άκρη τη βελόνα, όπως καταλαβαίνεις, δουλειά δεν έγινε σήμερα..
«Η ευαισθησία είναι δύσκολη, τρομακτική και φαίνεται επικίνδυνη, αλλά δεν είναι τόσο δύσκολη, τρομακτική ή επικίνδυνη όσο το να φτάσουμε στο τέλος της ζωής μας και να αναρωτηθούμε τί θα γινόταν ΑΝ εμφανιζόμουν, ΑΝ έλεγα σ’ αγαπώ, ΑΝ έπεφτα από το βατήρα. .
Σηκώνομαι και φτιάχνω καφέ. Βγαίνω να πάρω ανάσα στη βεράντα. Βαριά μού έπεσαν τα λόγια της! Πόσα ΑΝ έχω φορτωθεί; Πόσα ΑΝ έχω προίκα; Για πόσα ΑΝ θα μετανιώνω μέχρι την τελευταία μου στιγμή; Ο σκυλάκος μου με κοιτάζει περίεργα. Βρε Γορίλα του λέω, δε με ρώτησες ποτέ ΑΝ κρύφτηκα, γιατί κρύφτηκα, ΑΝ άφησα, πόσα άφησα, πόσο απαρατήρητη επέλεξα να περνώ από τη ζωή κι ΑΝ τελικά έπεσα από τον βατήρα.. Σχεδόν που επιπλέω εδώ που τα λέμε.. θες τώρα να τα πούμε; Και για τότε, και για κείνο, και για τ’ άλλο, για όσες φορές με επέλεξαν και έφυγα, για όσες φορές είχα και άφησα, για όσες φορές με ήθελαν και γύρισα την πλάτη, για όσα δε με ικανοποιούν και τα κρατώ; Καφέ δε σου φτιάχνω, αλλά με ένα μπισκότο κάνουμε δουλειά! Ε; Τί λες;