Χαμηλώνει πια αλλού ο ήλιος
ο απογευματινός. Εκατοστά πιο κει, μετά τον καναπέ, μεταξύ του ρολογιού και ενός πίνακα γεμάτου λουλούδια. Όλο το καλοκαίρι έπεφτε πάνω μου στις τέσσερις, στις πέντε, καίγοντας τη γάμπα μου, κλείνοντας τα μάτια από την ένταση καθώς χτυπούσε η αντανάκλαση στο τζάμι πίσω στο άσπρο ριχτάρι. Ο ήλιος του απομεσήμερου δε με βρήκε ούτε φέτος σε σκιά δέντρου, σε αλμυρίκι ετών, σε ομπρέλα θαλάσσης. Άλλη μια εποχή χαμένη. Άλλο ένα καλοκαίρι χωρίς. Αλλού η ζωή. Τι αμαρτία! Να σου δίνει μέρες ο Θεός και συ να τις κλωτσάς. Να τις αφήνεις να προσπερνούν χωρίς λόγο, χωρίς επιθυμία.
Αλλιώς καίει τώρα ο ήλιος. Λιγότερο. Πιο μαλακός. Αποδυναμώνεται στο τζάμι με το παχύ στρώμα σκόνης, χτυπά αριστερά στον πίνακα της Σοφίας, πάνω στο χαλασμένο πικάπ. Μακριά. Τόσο μακριά που δε με ενοχλεί πια. Με ανακούφιση το δέχομαι, όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα. Στη γλώσσα της πεθεράς ρίχνει τις τελευταίες του ακτίνες, εκεί δίπλα στα cd και στο παλιό ραδιόφωνο που δεν παίζει πια, χαλασμένο από την αγορά του, από παλιατζίδικο πριν χρόνια.
Ακουμπισμένη δίπλα η φωτογραφία μου, αυτή στη λευκή κορνίζα, εγώ εκεί με μαλλιά κατάμαυρα, καρέ ισιωμένο, το μόνο που έμεινε από ένα ντοκιμαντέρ, σημάδι ότι κάτι γινόταν κάποτε, κάποια προσπάθεια έμεινε στην ιστορία. Τι μου θυμίζει αυτή η κοπέλα; Κάτι στο βλέμμα της… εκεί σβήνει η τελευταία αχτίδα.
Απ’ το cd ακούγεται η Άλκηστις, αντίθετα πια πηγαίνουν όλα. Ανάποδα. Ασυγχρόνιστα. Δε συγχρονίστηκε σωστά ο χρόνος φέτος. Περίσσεψαν σάμπως οι χαρές! Κοντά δεν ήρθε καμμία. Δυσκολίες, θάνατοι, αρρώστιες και απώλειες στο μέσα και στο έξω, αυτό που ήξερα δεν το γνωρίζω πια, αυτό που είχα σα να μην υπάρχει.
Νωρίς δύει εδώ, πάντα ανάποδα στη δύση, το λες και θετικό αυτό, να βλέπει το μάτι μόνο ανατολή. Αθόρυβη αποχώρηση ή και υποχώρηση, όπως και να το πεις το ίδιο είναι. Πώς να ξεκουράσεις τα μάτια από τόση οθόνη; Από τόση εικονική χαρά πώς να ξεφύγεις; Προβολή, αυτοπροβολή, αυτοσυμπάθεια και στο τέλος σιωπή.
Επιστρέφω στο μέσα, μα ούτε κι αυτό είναι ασφαλές. Χορεύουν οι σκέψεις, τα γιατί, οι διαπιστώσεις, οι αποφάσεις, χορεύουν και οι ορμόνες. Διαλύονται λες ξαφνικά τα νευρικά κρόσσια. Κανείς δε μιλάει ούτε γι αυτά. Κανείς δε μιλάει για τα ουσιαστικά πια. Κανείς δε μιλάει φανερά για όσα τον πονούν πολύ, για όσα νιώθει, αν νιώθει.
Πεταμένες λέξεις εδώ και κει, κάποιες υιοθετημένες ατάκες, ξεπατίκωμα αποφθεγμάτων και τίποτε άλλο. Άλλοι κρύβουν τα προβλήματά τους, άλλοι τα πετούν κι όποιον χτυπήσουν, άλλοι τα παραχώνουν όπως όπως και τα κουβαλούν άλυτα ως το θάνατο μ’ ένα ψεύτικο ξεθωριασμένο χαμόγελο και μια ξεψυχισμένη κουβέντα, για να μη λέει κι ο κόσμος! Καλημέρα τι κάνεις καλά.. χωρίς παύση, κενό, ανάσα ανάμεσα.. γρήγορα και βιαστικά να προσπεράσει το εμπόδιο και μετά πάλι στην ωραία μας σιωπή.
Οι τραυματισμένοι εκτός πολέμου, οι γεμάτοι ψυχικές κακουχίες με εμπειρίες και μνήμες ζωής, καλύπτουμε την πληγή με γάζα γεμάτη στρας, παγώνουμε το χρόνο και περιοριζόμαστε στα βασικά, στα τυπικά, στα απολύτως απαραίτητα. Ανερμήνευτες συμπεριφορές. Ακατανόητες. Με σιωπή, απίστευτη, μακρόσυρτη, επαναλαμβανόμενη. Κι ακούγεται τόσο η σιωπή!
Οι λέξεις είναι η σωτηρία, οι λέξεις δίνουν λύση, οι λέξεις μπορούν να κάνουν χρυσό το ράγισμα, να απαλύνουν τα βαθιά σημάδια, να διώξουν σκιές και φαντάσματα και φωνές που δεν πρέπει ν’ ακούγονται.
Οι λέξεις φταίνε. Αυτές
ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά
σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν..
Κική Δημουλά, Οι λέξεις φταίνε (απόσπασμα από το ποίημα “Επεισόδιο”)
Πίνακας της Σοφίας Δατσέρη
Γλώσσα της πεθεράς ή αλλιώς σανσιβέρια, σανσεβιέρια, snake plant
Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Αντίθετα πια, Άλμπουμ “Πες μου θάλασσα” 2002
Photo by Des Récits on Unsplash