Κάποτε τον κόσμο ήθελα…
Κάποτε τον κόσμο ήθελα όλο να σώσω
Να τα βάλω με τους δυνατούς, τα κακοποιά στοιχεία
Να σώσω κάθε πληγωμένο άνθρωπο, κάθε ταλαίπωρη ψυχή
Όλους τους πεινασμένους και διψασμένους να ταΐσω και να δροσίσω
Κάποτε ήθελα να κάνω αλλαγές, άλματα
Να ξεπεράσω φόβους, να βουτήξω στα βαθειά, να κρεμαστώ από τα σχοινιά, ν’ ανέβω στις κορφές
Κάποτε ήθελα πολλά
Να βάλω σε σειρά τα πράγματα
Ν’ αγγίξω το αδύνατο
Να κατανοήσω όσα ήταν ακατανόητα (μετά έμεινα με το ανόητα, για να καταλήξω στα νοητά που ελέγχουν τη ζωή μου)
Να μάθω ήθελα πολλά
Τα δύσκολα να αντέχω είχα πει, στα εύκολα να μη στέκομαι
Να δίνω σ’ όλους χαρά
Κι οι πόρτες να είναι ανοιχτές
Μα η καρδιά κυρίως!
Κάποτε ο κόσμος ήταν δυο βήματα όλος κι όλος
Μετά μάκρυνε, μεγάλωσαν οι αποστάσεις, δυσκόλεψαν οι μετακινήσεις, στριμώχτηκαν τα κιλά της αποσκευής, βάρυνε η βαλίτσα και χωρίς ρόδες δεν πάει
Μ’ ένα σάλτο είχα πει θα έφτανα από τη δύση στην ανατολή και θα ένωνα τον κόσμο, κάποτε.
Που τα όνειρα ήταν πιο μεγάλα από το σύμπαν
Που το ρολόι δε γύριζε, χρόνος δεν υπήρχε
Που οι δεκαετίες ήταν νούμερα
Που δε σκεφτόμουν δυο φορές
Που δε φοβόμουν γεράματα, αρρώστια δεν υπήρχε
Θάνατος; Μη λες αστεία! Αθάνατοι όλοι!
Ζωή μόνο. Ήλιος. Χρόνος. Και όνειρα.
Χρόνια πάνε που δε θυμόμουν το τότε, το πριν
Λες και ξέχασα εσκεμμένα αφού άφησα πίσω
Τα πανό και τις φωνές, τα θα δείξω και θα κάνω
Στου συστήματος τις απειλές και των καθορισμών τα πλαίσια
Περιχαράχτηκα οικειοθελώς
Στις στιγμές που δεν ορίζω
Στις ευκαιρίες που χάνω
Στις φιλίες που αφήνω
Στις σχέσεις που τελειώνω
Στα όνειρα που εγκαταλείπω
Στους δρόμους που δεν παίρνω
Δεν ήταν έτσι το πλάνο
Ξεγελάστηκα
…
Και έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά του Μίσσιου τα λεγόμενα
Ωδή στου σώματος το απέραντο νεκροταφείο
Των δολοφονημένων επιθυμιών και των προσδοκιών των ξεχασμένων
Κι αυτό το αύριο που όλο θα ερχόταν με αλλαγές, δεν ήρθε ακόμα..
Photo by Edward Howell on Unsplash