Τα τελευταία χρόνια ζω σε χωριό. Πολλά τα θετικά, μερικά τα αρνητικά, ξέρεις τώρα πως είναι. Σήμερα έπρεπε να πάω στην κοινοτική γιατρό να δει το χάλι που είμαι όλες τις μέρες των εορτών. Και κει στο σαλονάκι, άκουσα μιαν άγνωστη να λέει στην γειτόνισσά της, ότι έχει τρία χρόνια να κατέβει στην πόλη. Τρία ολόκληρα χρόνια. Δεν έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, είπε. Και στην πορεία της κουβέντας τους κατέληξε να δηλώσει ότι «όλα λάθος τα έκανα στη ζωή μου, τίποτα δεν κατάφερα…» κι ότι ο κόσμος όλος γέμισε διαζύγια, είδαν ένα ρεπορτάζ που έδειχνε την αύξησή τους στην Ελλάδα και τρόμαξαν. Από το 1995 λέει όλοι χωρίζουν! Άτιμα ρεπορτάζ!
Ήρθε η σειρά μου να μπω στο εξεταστήριο να με ακροαστούν, να μου μετρήσουν το οξυγόνο κι έχασα την συνέχεια της κουβέντας. Τελειώσαμε, θα ζήσω τελικά, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το σπίτι. Η κουβέντα όμως αυτή δεν έφυγε από το μυαλό μου. Γύρισα κατάκοπη από τον βήχα και την αϋπνία των προηγούμενων ημερών, σερνόμουν λες κι έσκαβα στο λιοπύρι, ξεκλείδωσα την πόρτα και ντύθηκα πάλι την αρρώστια, να βήξω, να φταρνιστώ, να βγάλω τις μύξες με την ησυχία μου και ξεκίνησα να φτιάχνω σούπα.
Ανακάτευα το φαγητό και πάλι τα λόγια της σκεφτόμουν. Όλα λάθος τα έκανα στην ζωή μου, τίποτα δεν κατάφερα… Δεν θα σχολιάσω πόσο τρύπησε το ευαίσθητο αυτί μου ο ήχος αυτής της φράσης, ούτε πως άντεξαν τα μάτια μου το βλέμμα της όταν το έλεγε. Το κατέθεσε ενώπιον όλων, δεν ήταν κρυφό. Όμως ήταν δεδομένο πια, δεν μπορούσε να αλλάξει. Ούτε η φοβία της να βγει από την ασφάλεια του χωριού, της γειτονιάς και να πάει στην πόλη, ούτε η πεποίθηση ότι όλα έγιναν λάθος!
Σκέφτηκα, πώς μπορούν να βοηθηθούν αυτοί οι άνθρωποι που είναι πολλοί. Μη νομίζεις, τα μικρά χωριά είναι γεμάτα τέτοιες ψυχές, που δεν έχουν μόνο ανάγκη την νοσοκόμα που θα τους πάρει την πίεση από την “βοήθεια στο σπίτι” (που είναι ένα από τα πιο σημαντικά κοινωνικά προγράμματα), όσο από την κουβέντα και την ομολογία και το μοίρασμα και το άγγιγμα. Την αναμονή ότι κάποιος θα έρθει να με δει.
Μη λες τέτοια κυρά μου, σε καταλαβαίνω. Έλα να τα βάλουμε κάτω να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα. Αυτό θέλουν, την ζεστασιά με τον καφέ, την αγάπη στην κουβέντα, την πεποίθηση ότι κάποιος τους νιώθει, κάποιος τους καταλαβαίνει. Γι αυτό παίρνουν την τσαντούλα του φαρμακείου και τρέχουν πρωί πρωί να πάρουν κανένα παυσίπονο, να γράψουν φάρμακα, να δουν την γιατρό, να δουν τον φαρμακοποιό, να ανταλλάξουν μια κουβέντα, έναν χαιρετισμό, να μιλήσουν και να τους μιλήσουν. Να τους δουν. Κάποιος να τους κοιτάξει μέσα στην μοναξιά τους, στον μοναχικό πόνο τους, στην καθημερινή αγωνία, όταν κολλά το στόμα από την σιωπή και να μην νιώθουν πια αόρατοι!
Αλλιώς κάθονται απέναντι στην τηλεόραση και περιμένουν να ακούσουν κάτι που να μοιάζει κοινό με την δική τους ζωή, παρακολουθούν μετά μανίας τις αλήθειες, βλέπουν τα σίριαλ με μεγάλο ενδιαφέρον, ταυτίζονται με τους ήρωες και ζουν μέσα από αυτούς μιαν άλλη ζωή, μια ζωή όπως θα ήθελαν να έχουν και όχι όπως κατέληξε τελικά να είναι.
Ήθελα τόσο πολύ να της πιάσω το χέρι εκείνη την ώρα και να της πω, μη λες τέτοια πράγματα, έζησες τόσες στιγμές, άντεξες τόσα πολλά, είναι αδύνατο να μην αξίζει αυτή η ζωή. Μπορείς να πας στην πόλη μια βόλτα, θα τα καταφέρεις και θα πετάς μετά από την χαρά σου. Θα δεις! Έλα να πάμε μαζί. Κι αν νιώσεις ζάλη ή αδιαθεσία, αν θες να σταθούμε κάπου, να μετρήσουμε καμιά πίεση στο φαρμακείο δεν πειράζει, θα το κάνουμε και θα συνεχίσουμε. Μαζί. Γιατί σου αξίζει.
Ελπίδα Π.
Φωτογραφίες Stefanos Paterakis