Οι άντρες περνούν μαμά!
Τον άκουγε από το δωμάτιο, που χε μείνει ξαπλωμένη.
Ο ήχος μέχρι εδώ έφτανε. Αδιάκριτος και αηδιαστικός στα αφτιά της.
Τον άκουγε που ’ταν στο μπάνιο και κατουρούσε.
Αυτός ο ήχος του υγρού πίδακα, που πέφτει με ορμή από ύψος στο νερό της λεκάνης μέσα, την ενοχλούσε. Της τρύπαγε τα αφτιά. Της σήκωνε την τρίχα, στο μπράτσο και στο σβέρκο. Της γύρναγε τα σωθικά και έκανε την γλώσσα της να μουδιάζει από αηδία.
Τον θεωρούσε πολύ προσωπικό ήχο. Πολύ προσωπικό, για να μοιράζεται. Πολύ αηδιαστικό για να ακούγεται απ’ άλλους.
Αναθεμάτισε από μέσα της και ευχήθηκε στους θεούς της τουαλέτας, όποιοι και αν ήταν αυτοί, να τελείωνε γρήγορα εκείνος τούτο το ηχητικό της βάσανο.
Κανένας άλλος θόρυβος δεν την ενοχλούσε πιο πολύ, ούτε κάποιο άλλο υγρό δεν την αηδίαζε περισσότερο. Αυτό τα δυο μόνο σε ήχο, μυρωδιά, οσμή, θέαση.
Καθόλου δεν την είχαν ενοχλήσει όλα όσα της είχε κάνει λίγη ώρα μόλις πριν, ετούτος εδώ ο πελάτης. Ούτε τα βογκητά, ούτε τα σάλια, ούτε ο ιδρώτας του, που ’σταζε παντού πάνω της και είχε ποτίσει κατόπιν τα λίγο πριν, καθαρά της σεντόνια.
Καθόλου αυτά, μήτε και τα βρισίδια, που την στόλιζε πάνω στα σπρωξίματα και οι προσβολές, που τις άφηνε με ευχαρίστηση να βγαίνουν από το στόμα του.
Και ούτε καν αυτό το στόμα. Το ξένο στόμα, που μύριζε τσιγάρο, ανάμεικτο με καραμέλες μέντα για το βήχα.
Όλα ήταν μέσα στο παιχνίδι της δουλειάς.
Το κατούρημα όμως, ήταν άλλο πράμα. Άλλη διαδικασία.
Και πάντα, δυστυχώς, υπήρχε κάπου εκεί στο τέλος.
Και τούτοι οι αρσενικοί θράσος μεγάλο, που ’πρεπε πάντα να κατουράνε όρθιοι! Για να κάνουν θόρυβο. Κατάρα και αυτό.
Να κατουράνε καθιστοί έπρεπε, όπως τα θηλυκά. Από σεβασμό στον ήχο και στα αφτιά της. Από διακριτικότητα κυρίως. Ίσως κι έτσι οι γυναίκες τους στα σπίτια, να μην τους γκρίνιαζαν για το ανεβασμένο ή κατεβασμένο καπάκι της λεκάνης -με την ιδιοτροπία και τη βολή της η καθεμιά.
Τόσο κερδισμένοι θα βγαιναν όλοι από αυτήν την κίνηση: από το κατέβασμα ή το ανέβασμα σε ένα καπάκι, μιας λεκάνης. Από όλα αυτά, πάντα καλύτερα ένα απλό κάθισμα.
Μια απλή κίνηση, που ήθελε όμως τόση σκέψη, τόση ευγένεια και τόση εκπαίδευση.
Το κατούρημα συνέχιζε στο μπάνιο μέσα.
-«Υπομονή Ντότα!» παρηγόρησε τον εαυτό της.
Θα περίμενε καρτερικά, να τελειώσει και να φύγει. Διακριτικά εκείνος θα της άφηνε τα χρήματα στο τραπεζάκι στο χώλ, πριν την εξώπορτα του διαμερίσματος. Θα ’φευγε κύριος με ένα «καλό βράδυ» και ένα «ευχαριστώ» για κλείσιμο αυλαίας. Θα ’φευγε κύριος, έχοντας ξεδώσει και πληρώσει -έχοντας τακτοποιήσει κάθε εκκρεμότητα. Έτσι είναι οι κύριοι, ευχαριστημένοι, καλοπληρωτές και φευγάτοι.
Γιατί θα ’φευγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
-«Οι άντρες περνούν μαμά!» σκέφτηκε κείνη και ασυνείδητα τα χείλη της, έπιασαν τον σκοπό αυτού του τραγουδιού.
-«Οι άντρες περνούν μαμά!»
Η Ντότα όμως δεν είχε μάνα. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Ορφανή ήταν.
Η Ντότα, διόρθωσε τον εαυτό της: Δεν είχε μάνα, αλλά ήταν στη ζωή. Δεν είχε φυτρώσει. Είχε γεννηθεί και είχε γεννηθεί από κάποιον. Άρα είχε μάνα.
Απλά δεν συναντήθηκαν ποτέ.
-«Κρίμα τόσο. Να μου κλείνουν ραντεβού τόσοι άντρες και η μάνα μου κανένα!» ψέλλισε η Ντότα, γελώντας ειρωνικά.
Η Ντότα δεν είχε μάνα.
Από το ορφανοτροφείο πέρασε κατευθείαν στη βίζιτα.
«Από το ένα κλαρί, στο άλλο», όπως συνήθιζε να λέει.
Η Ντότα, δεν είχε μάνα.
Η Ντότα, σήμερα είχε γενέθλια.
-«Μαμά, γερνάω. Γερνάω μαμά!» άλλαξε τώρα ήχο και τραγούδι, περνώντας στη φαντασία της μέσα, από την Χαρούλα Αλεξίου στην Τάνια Τσανακλίδου.
«Γερνάω Μαμά!
Ρωτάς για την καριέρα μου
τη νύχτα
και τη μέρα μου
Κι εγώ να σου μιλάω
καταφέρνω.
Και σκέφτομαι που πίνω coca cola,
για να ναι πάντα ίδια
αλλάζουν όλα!»
Γενέθλια είχε η Νότα. Κι αποφάσεις να πάρει έπρεπε. Έτσι πρέπει να κάνουμε στα γενέθλια. Γενέθλια ίσον αποφάσεις.
Το αποφάσιζε λοιπόν.
Θα έκοβε το κάπνισμα -γερνάει το δέρμα, θα έκοβε και τις βίζιτες – κουράζουν την ψυχή.
Θα ξεκινούσε νέα ζωή. Το επάγγελμα αυτό σε θέλει νέα.
-«Ναι, και δες σήμερα έχεις γενέθλια είπε στον εαυτό της. Έπιασες τα τριάντα. Δεν θα ’χεις πάντα πέραση».
Η Ντότα, θα έκοβε το κάπνισμα, θα έκοβε τις βίζιτες. Θα γράφονταν σε δραματική σχολή. Πάντα το ’θελε. Δεν την πήραν δα και τα χρόνια. Λεφτά είχε, κομπόδεμα στην άκρη. Και κάποιες γνωριμίες είχε, τόσα χρόνια πάνω στα σεντόνια.
Και έναν πόθο διακαή είχε από μικρή, να βγει στο γυαλί, στο σανίδι.
Τόσες παραστάσεις είχε δώσει πάνω στα κρεβάτια! Το έπιπλο θα άλλαζε μόνο. Απ’ τα σανίδια του ντιβανιού, στα σανίδια του θεάτρου… και ποτέ δεν ξέρεις!
Σιγοτραγούδησε η Ντότα:
«Οι άντρες περνούν μαμά,
μου στέλνουν πάντα καρτ ποστάλ
από νησιά μαμά.
Κι είναι πολύ συχνά,
μποέμ, αρτίστες, μουσικοί.
Αμήχανα παιδιά»
Απόηχος μπερδεμένος στα αφτιά της η δική της φωνή, μπλεγμένη μαζί με αυτήν της Χαρούλας Αλεξίου, στη φαντασία της μέσα.
Το τραγούδισμα για λίγο έκοψε και αφουγκράστηκε τον πελάτη, στο μπάνιο μέσα -πιο πέρα στο διάδρομο, από το δυαράκι διαμέρισμα, που ’χε χρόνια τώρα νοικιασμένο στο Παγκράτι. Στην Πλάκα ήθελε σπίτι, η Ντότα. Μα γι’ αυτό έπρεπε να περάσουν πολλοί οι άντρες.
Αφουγκράστηκε ξανά.
Ο ήχος από το μπάνιο σιώπησε. Γλυκιά ησυχία. Το κατούρημα είχε τελειώσει.
Η Ντότα περίμενε δευτερόλεπτα μόνο, ξέροντας και επιβεβαιώθηκε όταν άκουσε τον ήχο από το ντους.
Πάντα τα ίδια. Πήδημα, κατούρημα, ντους, πληρωμή, τέλος.
-«Οι άντρες πηδούν μαμά, κατουρούν, πληρώνουν…» σκέφτηκε η Ντότα.
«Οι άντρες περνούν μαμά…» συνέχισε για αρκετά λεπτά σιγοτραγουδώντας.
Με ένα μικρό αχνάκουστο θόρυβο σταμάτησε μόνο το τραγούδι της. Ένα «κλικ» μεταλλικό, που σηματοδοτούσε το κλείσιμο της πόρτας από το δυαράκι της.
Είχε φύγει ο πελάτης. Πιο γρήγορος στο ντους από ότι στο κατούρημα. Και αγενής. Τούτος ούτε «καλό βράδυ», ούτε «ευχαριστώ» είχε πει.
Σιώπησε και εκείνη τώρα, απολαμβάνοντας έτσι την ησυχία του σπιτιού της.
Άναψε ξανά τσιγάρο πιάνοντας το πακέτο κει δίπλα από το ξέχειλο τασάκι, πάνω στο κομοδίνο.
Άναψε και ρούφηξε αχόρταγα τον καπνό και για να γιορτάσει τα γενέθλιά της, άνοιξε το κινητό για να κανονίσει τα υπόλοιπα ραντεβού της εβδομάδας.
«Οι άντρες περνούν μαμά.
Τι θα κερδίσω, αν φέρω κάποιον
πιο κοντά!
Κι αφήνουν ρέστα
στην καρδιά.
Οι άντρες ξαναγυρνούν μαμά…»
Χασκογέλασε, δακρύζοντας η Ντότα.
«Για να ναι πάντα ίδια
αλλάζουν όλα!», είπε η Τάνια Τσανακλίδου.
Η Ντότα είχε γενέθλια. Η Ντότα δεν είχε μάνα. Η Ντότα είχε όνειρα.
Ένα σπίτι ζωγράφισε νοερά στην Πλάκα, ισόγειο, όμορφο, φωτεινό με αυλή και κήπο και το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει, από απρόσμενο επισκέπτη.
Στον αέρα, μίλησε η Ντότα, αυτόν τον γεμάτο καπνούς απ’ τα τσιγάρα.
-«Οι άντρες περνούν μαμά. Χρόνια μας πολλά μαμά!»