Τον κυρ-Ανδρέα δεν τον πιάνει εύκολα το μάτι σου.
Στα ογδόντα του πατημένα, με μέτριο ανάστημα· πάντα με ένα λεριασμένο τζιν
παντελόνι και ένα καρό πουκάμισο· συνηθισμένο πρόσωπο με μάτια καλοσυνάτα και
λίγο θολά -από το τσίπουρα που χαίρεται καθισμένος στο καφάσι, που έχει στήσει
πάνω στο πεζοδρόμιο, σα τραπεζάκι μικρό, έξω από το μανάβικό του στην οδό
Πατούσα.
Το καφάσι αυτό χρησιμεύει και ως πόρτα όταν το βάζει μπροστά στην είσοδο του
μικρού του μαγαζιού, σα θέλει να γκιζερίσει γύρω στη γειτονιά, καθώς τα κεσάτια τον
κάνουν να βαριέται καθισμένος όλη ώρα, άπραγος, έξω από το μαγαζί. Σηκώνεται
βάζει το πράσινο καφάσι, φτενό εμπόδιο της μπασιάς του μανάβικου και φεύγει,
χάνεται για ώρα· αναζητά συντροφιά και παρέα στους όμορους μαγαζάτορες -τους
λίγους που έχουν μείνει σ’ αυτό το σημείο των Εξαρχείων.
«Μας τσάκισε η κρίση κι ο κόβιντ» μου είχε πει μια μέρα που είχα περάσει από το
μανάβικο -που και μπακάλικο το λες, για να αγοράσω μπουκάλα υγραερίου για το
γκαζάκι του γραφείου.
Είκοσι χρόνια είμαι σε αυτήν την γειτονιά, τη γειτονιά της δουλειάς μου, εδώ στον
πάτο των Εξαρχείων. Είκοσι χρόνια γνωρίζω τον κυρ-Αντρέα, που όμως είναι εδώ
πολλά χρόνια πιο πίσω.
«Από τις καλές εποχές!» όπως μου έχει πει παλιότερα, στα πρώτα της γνωριμίας μας.
Μαγαζιά έκλεισαν, κι άλλα άνοιξαν, μέχρι που έκλεισαν κι αυτά. Κι ο καλός του
φίλος, ο Γιώργης ο διπλανός του φούρναρης, λουκέτο έβαλε κι αυτός προ δεκαετίας
κι έφυγε για το χωριό του. Μαράζωσε ο κυρ-Ανδρέας, για τον φίλο του. Τον πρώτο
καιρό έκλαιγε. Ίσως έτσι να θόλωσαν περισσότερο τα μάτια του, δεν ξέρω.
Μαράζωσε και το μανάβικο-μπακαλικάκι του. Τώρα πια τα φρούτα του είναι λίγα,
απ’ την απόψυξη μαραζωμένα, και τα τσουβάλια με τις χύμα φακές και τα φασόλια
δεν υπάρχουν πια, μόνο κάτι κονσέρβες σκονισμένες πάνω στα ράφια, κλαίνε την
αζήτητη μοίρα τους.
«Δεν έχω κάτι άλλο να κάνω. Στο σπίτι βαριέμαι… μαλώνω και με την κυρά…. Του χρόνου ίσως βγω στην σύνταξη….» αυτό μου λέει πολλά χρόνια τώρα.
Κάθε χρόνο, σκοπεύει να βγει στην σύνταξη, ποτέ του όμως δεν το κάνει.
Στο πεζοδρόμιο μένει -παγωμένος λες στον χρόνο- κει πάνω στο καφάσι του, που το
έχει για τραπέζι και πόρτα, ως θεματοφύλακας και φρουρός, ως ζώσα ανάμνηση ενός
παλιότερου μεγαλείου αυτής της γειτονιάς, εδώ στον πάτο των Εξαρχείων.
Πάρκαρα εχθές τη μηχανή στο πεζοδρόμιο κοντά του.
Τον είδα, που είχε πλησιάσει και έδινε μια μπανάνα -ίσως την καλύτερη που είχαν τα
δυο – τρία τσαμπιά του μαγαζιού του, σε ένα μαυράκι που έκλαιγε καθισμένο σ’ ένα
καρότσι παιδικό.
Χαμογέλασε πρώτα στη μάνα του παιδιού, ίσως για να της δείξει πως οι προθέσεις
του ήταν καλές και δεν είναι απειλή για το παιδί της. Του ανταπέδωσε το χαμόγελο
εκείνη, δίνοντάς του την άδεια.
Ένα τεράστιο πάλλευκο χαμόγελο στο μαύρο της πρόσωπο. Βασανισμένο κι αυτό το
πρόσωπο, να! σα του κυρ-Ανδρέα.
Το μικρό πήρε την μπανάνα στα μικρά του δάχτυλα, έπαψε να κλαίει.
Γύρισε στο καφάσι του ο κυρ-Ανδρέας και κάθισε ξεκινώντας το πρώτο τσιπουράκι
της ημέρας!
«Καλημέρα κυρ Ανδρέα!» του είπα.
«Καλ’μέρα Βασίλ’» μου απάντησε με την βαριά Ηπειρώτικη προφορά του, που όλα
αυτά τα χρόνια στην πρωτεύουσα κρατάει ακόμα καλά, πολεμώντας κι εκείνη την
αλλαγή.
«Μοιράζεις μπανάνες σήμερα;» τον ρώτησα
«Ο κόσμος μ’ έχ’ ανάγκη!» μου είπε και κατέβασε την πρώτη γουλιά τσίπουρου της
ημέρας.
Ναι κυρ-Ανδρέα, ο κόσμος σε έχει τόσο ανάγκη!
Γιατί είσαι από τους τελευταίους φρουρούς του κέντρου μιας Αθήνας που έφυγε και
πάει και γιατί μοιράζεις χαμόγελα και μπανάνες στα μικρά παιδιά των μεταναστών κι
αγάπη σε όσους μείναμε εδώ και πολεμάμε, στον πάτο των Εξαρχείων.
Στην υγειά σου κυρ-Ανδρέα!
……………………………………………….
Photo by Jacky Watt on Unsplash