Άκουγα τους γονείς μου να αναφέρουν συχνά, διάφορα περιστατικά με την Ούνρα που την έλεγαν Ούντρα και τις διανομές σε ρούχα, κάτι αποφόρια δηλαδή στα καημένα φτωχαδάκια, γιατί τα καλά κομμάτια τα έπαιρναν οι μεσάζοντες. Παντού τελικά υπάρχει ένας μεσάζων, έτοιμος να κάνει το ακατόρθωτο κατορθωτό και να σου πουλήσει το δέκα για χίλια, έτοιμος νταβατζής από γεννησιμιού!
Θυμήθηκα και κείνον τον ηλίθιο που μπήκε από το πουθενά στο σπίτι μας και άρχισε να υποδεικνύει σε ποια σχολή να σπουδάσω (ποιος ξέρει αν έπαιρνε μερίδιο από εκεί, αλλά εμείς που μυαλό, χωριατάκια αθώα ιδέα δεν είχαμε από τέτοιους) γιατί ήταν λέει το δεξί χέρι του υπουργού και είχε ένα γραφείο να με το συμπάθειο, χωρίς κανένα χαρτί επάνω και στυλό, χωρίς γραφομηχανή, έστω ένα κομπιουτεράκι.
Αυτό το τσιράκι τόλμησε να πει, πως θα έκλειναν οι πόρτες για μένα σε Αθήνα και περίχωρα, αν δεν τους ψήφιζα. Κι έκλεισαν τελικά.
Οι άνθρωποι είναι τέρατα μπαμπά! Καταβροχθίζουν τροφές, ιδέες, λεφτά, λόγια, ασχήμιες και τις πετούν στα μούτρα των παιδιών τους που γίνονται κι αυτά μικρά τέρατα κι όσο μεγαλώνουν κακοί άνθρωποι, πονηροί, αγενείς, ανήθικοι, καμιά φορά εγκληματίες.
Κρίμα, γιατί πάντα πίστευα πως ο άνθρωπος είναι το θαύμα του Θεού, το καθ’ ομοίωση φτιαγμένο, μα η Χάρις και η ομορφιά και η ελευθερία που τού δόθηκε, το έκανε ένα κτήνος και μισό, χωρίς αισθήματα, λογική, αγάπη, αυτό κυρίως, αγάπη.
Έμεινε εδώ ρακοσυλλέκτης αισθημάτων, να μαζεύει και να στοιβάζει χωρίς να δίνει, χωρίς να μοιράζεται και του είναι άχρηστα τελικά, όλα άχρηστα, χωρίς αξία.
Μικρή φοβόμουν τα άγρια σκυλιά, τους πεθαμένους και το σκοτάδι.
Μεγαλώνοντας διαπίστωσα πως ο καλύτερος φίλος μου είναι σκύλος, θέλω να ονειρεύομαι συχνά τους αγαπημένους μου που έφυγαν από την ζωή και το σκοτάδι μού ανοίγει αγκαλιά όταν θέλω να σκεφτώ και να αποφασίσω.
Δεν φοβάμαι. Προσδοκώ.
Ελπίδα Π.